Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ - ΚΑΤΟΧΗ (Παραλειπόμενα)


Το  παρακάτω κείμενο του Γιώργου Δαμιανάκη δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες στην μεσαρίτικη εφημερίδα ΑΝΤΙΛΑΛΟΣ.                

Πολλές φορές, σε διάφορα γεγονότα, οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά!                                   Έτσι στη Μάχη της Κρήτης το 1941 όπως και στην περίοδο της Κατοχής, κάποιες λεπτομέρειες,  από τους νικητές και  τους νικημένους, δείχνουν πως υπήρχαν «άνθρωποι».
Νιώθω την ανάγκη, στη μνήμη του πατέρα μου και όλων αυτών που δεν ήταν πολεμοχαρείς αλλά αναγκάστηκαν να πολεμήσουν για την πατρίδα, να αναφέρω, χωρίς πολλά σχόλια, μερικά περιστατικά.
 Περιστατικά που δείχνουν ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ:
1.    Στα αεροδρόμια των  Ηράκλειου, Μάλεμε Χανίων και  Ρεθύμνου, ετοιμάζονται οι Γερμανοί, το Μάη του 1941, να ρίξουν αλεξιπτωτιστές να πατήσουν την Κρήτη, αφού δεν μπορούσαν από τη θάλασσα να την καταλάβουν.
Πριν πέσουν με τα αλεξίπτωτα, ταυτόχρονα έριξαν γύρω από τα παραπάνω αεροδρόμια αμέτρητες βόμβες, ισοπέδωσαν ότι κτίσμα υπήρχε και σκότωσαν όσους άμαχους ζούσαν μέσα σε αυτά.                                                                                                                                                            Η άμυνα του Νησιού κράτησε κλειστά στους κατακτητές τα αεροδρόμια για αρκετές μέρες.              4 ημέρες στα Χανιά , 8 ημέρες στο Ηράκλειο και 11 ημέρες στο Ρέθυμνο.                                    Στο διάστημα αυτό αρκετοί Γερμανοί αλεξιπτωτιστές  σκοτώθηκαν, άλλοι έπεσαν και κατάφεραν να δημιουργήσουν μικρούς θύλακες κατοχής ελληνικού εδάφους και άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.                                                                                                                                        Οι μέρες αυτές ήταν αρκετές, για να καθυστερήσει ο Χίτλερ την επίθεση στη Ρωσία και να χάσει τον πόλεμο!                                                                                                                                            Tέλος του Μάη 1941 όλα στην Κρήτη είχαν κριθεί. Οι Γερμανοί είχαν κατακτήσει το νησί μας και πολλοί από τους ηττημένους συνέχιζαν τον αγώνα στις ανταρτικές ομάδες.

                      Ο καπετάν Μπαντουβάς και οι αντάρτες του στον Ψηλορείτη

Στο βιβλίο του Ι. Δ. Μουρέλλου, «Η Μάχη της Κρήτης» σελ. 355-356, Ηράκλειο Κρήτης 1950, αναφέρεται ένα αξιοπρόσεκτο περιστατικό από το σημείωμα του Ταξίαρχου Παπαθανασόπουλου, διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων Ηρακλείου, τις τελευταίες τραγικές ημέρες που καταστρεφόταν  από τους βομβαρδισμούς των γερμανικών αεροπλάνων:                                                                            

«…………… Την  ώρα ακριβώς εκείνη δηλαδή της τρομερής έντασης, έβλεπες να καίγεται το βομβαρδισμένο Ηράκλειο και οι Γερμανοί αξιωματικοί αιχμάλωτοι να είναι κλεισμένοι σε ένα χώρο, που μπορούσαν να βλέπουν από το παράθυρο τη φλεγόμενη και κατεστραμμένη πόλη.                                                                                                                                  Ο  διοικητής είχε ορίσει τον Έφεδρο υπολοχαγό Εμμανουήλ Δαμιανάκη*, έμπορο του Ηρακλείου, υπεύθυνο για τη φροντίδα των αιχμαλώτων αξιωματικών.
Κάποια στιγμή ο Δαμιανάκης μπήκε στην αίθουσα των Γερμανών Αξιωματικών, ακολουθούμενος από στρατιώτη με τα σκεύη και τα βουτήγματα του τσαγιού που είχε διατάξει ο Ταξίαρχος να παρέχονται κάθε απόγευμα στους αιχμαλώτους αξιωματικούς.                Ο αιχμάλωτος Γερμανός ταγματάρχης των αλεξιπτωτιστών βλέποντας την ολύμπια γαλήνη του αρχιτρικλίνου Δαμιανάκη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον θαυμασμό του για τον ηρωικό εκείνο αξιωματικό, που σαν Ηρακλειώτης θα ήταν δικαιολογημένος, τέλος πάντων,  να είναι το ολιγότερο έξω φρενών εναντίον όλων των Ούνων, για την αναίτια όσο και συστηματική καταστροφή της γενέτειράς του. Γι’ αυτό και δεν συγκρατήθηκε από του να του παρατηρήσει, με πραγματική συμπόνια για το αδικοχειμαζόμενο Ηράκλειο.
-- Έχετε και το κουράγιο να μας προσφέρετε τσάι;…… Τι να σας πω!    Σας θαυμάζω!........... .
Ο υπολοχαγός Δαμιανάκης  όμως δεν κατάλαβε στην αρχή τι ήθελε να πει ο Γερμανός ταγματάρχης, μισοσάστισε και σταμάτησε στη μέση της αίθουσας απορώντας. Ύστερα ζήτησε με τα μάτια εξηγήσεις από το Γερμαναρά ηγέτη για το τι ήθελε να πει. Ο ταγματάρχης δεν εδίστασε διόλου να εξηγηθεί.
--Μου   κάνει κατάπληξη η ψυχική σας ηρεμία, να μας σερβίρετε τσάι την ώρα που σας καταστρέφουμε την πόλη της γεννήσεώς σας και η οποία είναι έργο τόσων γενεών, προγόνων σας!
Τότε κατάλαβε ο Δαμιανάκης και παρατήρησε:
--Ά!….. Εννοείτε γι’ αυτό!…. Και έδειξε με τα βλέμματά το χαλασμό και τη φωτιά από το παράθυρο.                                                                                                                                                      ΜΑ…… ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ!……. Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΔΟΥΛΕΙΑ  ΕΙΝΑΙ , ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ, ΝΑ ΣΑΣ ΣΕΡΒΙΡΩ ΤΟ ΤΣΑΙ..... ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΝΩ….!»  
Τίποτε άλλο δεν είπε ο αλησμόνητος Ηρακλειώτης.
Κι όταν το Ηράκλειο παραδόθηκε με συνθηκολόγηση, ο ταγματάρχης πήγε και επισκέφθηκε τον εγκάθειρκτο (φυλακισμένο) υπερασπιστή του, ταξίαρχο Παπαθανασόπουλο. Και στην επίσκεψή του εκείνη του αφηγήθηκε το περιστατικό, που φυσικά ο Δαμιανάκης  εθεώρησε ανάξιό του να το ξαναθυμηθεί, για να το αφηγηθεί στον ταξίαρχό του. Και καταλήγοντας  ο Γερμανός παρατήρησε:
«Θα προτιμούσα να μου έδινε παρουσία όλων των ανδρών του τάγματός μου(500 αλεξιπτωτιστές) ένα ισχυρό χαστούκι, παρά την απάντηση που μου έδωσε!                                                                   Τι να σας πω; Εθεώρησα πολύ  μειωμένη τη φυλή μου μπροστά στην ήρεμη και ψυχωμένη απάντηση του τρομερού αυτού Κρητικού υπολοχαγού.                                                                                                                                                         Ένοιωθα  πως ερχόταν κατ’ ευθείαν από τον Όλυμπο με την παντοκρατορική ανωτερότητα του φυσικού φαινομένου. Και το συντριπτικό για μένα ήταν πως την μεγαλοπρέπεια της απαντήσεως την ανέβαζε στα ουράνια το αφελές, το απροσποίητο, το απέριττο, το αυτοματικό , τέλος του ύψους».


2.    Μετά την  το ’44 πολλοί που συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση έγραψαν βιβλία για τη δράση τους στον πόλεμο κατά των κατακτητών και καλά έκαναν.                                         Δυστυχώς, για λίγους, η αντιστασιακή δράση τους περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό τους και τον Καπετάνιο τους! Διάβασα πριν μερικά χρόνια το βιβλίο ενός πρωτοπαλίκαρου, όπως έλεγε, του καπετάνιου της περιοχής. Δεν με αφορά, αν έλεγε πως πήρε μέρος σε μάχες, στην απαγωγή του Κράιπε   και άλλα.                                                                                                             Αυτό που με πείραξε ήταν πως έγραφε εσκεμμένα ψέματα!                                                               Γράφει, ας πούμε, ανάμεσα στα άλλα κατάλογο με τους αντιστασιακούς στα χωριά.                Για το Πετροκεφάλι αναφέρει μόνο ένα αντιστασιακό και αυτό με καταγωγή συγχωριανό και φίλο του!                                                                                                                                                 Ξέρω πως το χωριό μου πλήρωσε με αίμα τη μεγάλη συμμετοχή του στην Ε.Α. και όχι μόνο. Δε θα αναφέρω ονόματα γιατί σίγουρα θα ξεχάσω κάποιους. Θα αναφερθώ μόνο στο Δαμιανάκη Μιχάλη ή Γκιαουρομιχάλη,  πατέρα μου, με καταγωγή από τα Βορρίζα. Ο γιατρός Μιχάλης Μιχελινάκης έλεγε μετά την κατοχή ότι: «Τη μεγαλύτερη προσφορά στην Ε.Α. από το Πετροκεφάλι την είχε ο Μιχάλης Δαμιανάκης».                                                          Ήξερε ο Γιατρός που τον είχε έμπιστο και συνεργαζόταν με τον οδοντίατρο Παπαδάκη από τους Βόρρους, στέλεχος του αντιστασιακού δικτύου στη Μεσαρά, ποιος του έφερνε τραυματίες Εγγλέζους να περιθάλψει κρυφά. Ήξερε ποιος πήγαινε σε μυστικές αποστολές με τα πόδια στη Μονή Πρέβελη, στο Ηράκλειο, στη Βιάννο και αλλού.                                                                                Ήξερε πως ο Γκιαουρομιχάλης είχε φέρει και έκρυβε στα βάτα στο Λιβάδι, σε σπηλιές και αλλού, Εγγλέζους, ανάμεσά τους τον Πάτρικ Λη Φέρμορ και τους τροφοδοτούσαν κρυφά ο Γιατρός και οι χωριανοί. Ήξερε πως οι Γερμανοί τον είχαν «συλλάβει» τέσσερις φορές.                                                                                                                                        Βέβαια, επίσημα στο χωριό δεν είχαμε συνεργάτες των Γερμανών, ούτε προδότες!......... .                                                                                                                                                      Ποτέ δεν άκουσα το Μιχάλη   να τα διηγείται και να υπερηφανεύεται για τη δράση του. Ήταν σεμνός και ταπεινός. Ότι ξέρω τα έμαθα από διηγήσεις και μαρτυρίες άλλων.                                                                           Για την ώρα θέλω να αναφερθώ μόνο σε κάποια περιστατικά , σχετικά με αυτό του Γερμανού αξιωματικού  που αναφέρει ο Ι. Μουρέλλλος παραπάνω και όχι μόνο…… :
Α. Στη Γκεστάμπο υπάρχει πληροφορία, πως ο Γκιαουρομιχάλης κρύβει όπλα στο σπίτι του.                                                                                                                                         Πάνε και κάνουν έλεγχο τρεις οπλισμένοι στρατιώτες, δύο Γερμανοί και ένας Αυστριακός. Κάνουν το σπίτι άνω κάτω, φύλλο φτερό που λέμε. Ο Αυστριακός φτάνει και ψάχνει στην κασέλα που φύλαγε η Δεσποινιά, η γυναίκα του, την προίκα της.                                                                                   Ο Μιχάλης  άρχισε να γίνεται «κάτωχρος»! Τώρα θα βρει το ταχυβόλο, έλεγε μέσα του, θα με εκτελέσουν! Κάποια στιγμή φτάνει στο όπλο ο Αυστριακός, γυρίζει, βλέπει τους Γερμανούς σκυφτούς χωρίς να τον κοιτάζουν και ψάχνουν κάτω από τα κρεβάτια, πετά τα ρούχα μέσα στην κασέλα, την κλείνει, κάθεται πάνω και λέει στα γερμανικά!                                                                                                                    «Σκ@τ@(χιαϊζε), πάμε να φύγουμε δεν υπάρχει τίποτε!.........»                                                 Δεν ήταν όλοι οι στρατιώτες του Χίτλερ αιμοσταγείς. Υπήρχαν και ΑΝΘΡΩΠΟΙ!......                                                                                                        Το παραπάνω περιστατικό διάβασα στο βιβλίο «Πετροκεφάλι» του αείμνηστου Νικόλαου Γ. Τσικνάκη.
                                                     
Ο Γιάννης Τσικνάκης του Μιχαήλ από το Πετροκεφάλι, μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό που άκουσε από τον πατέρα του:
Β. Στο δρόμο από Ι. Μ. Οδηγήτριας κοντά στους Καλούς Λιμένες, μετά την Αγία Κυριακή, σε ένα στενό πέρασμα ο Μιχάλης Δαμιανάκης περίμενε αποστολή με Εγγλέζους στρατιώτες και άλλους να τους περάσει από τα Αστερούσια στον κάμπο της Μεσαράς  και από κει στα λημέρια του Ψηλορείτη.
(Ο Μιχάλης γεννήθηκε στα Βορρίζα το 1916. Το 1935 κατέβηκε στο Πετροκεφάλι για δουλειά στου Γιατρού Μ.  Μιχελινάκη, γνώρισε τη Δέσποινα Τσικνάκη παντρεύτηκαν και έμεινε εδώ.)                                                                                                                                                                                         Γνώριζε καλά τα μονοπάτια και τα περάσματα του Ψηλορείτη, του κάμπου της Μεσαράς και των Αστερουσίων. Πολλές φορές, ενταγμένος στην αντιστασιακή ομάδα του Πετρακογιώργη,     ( Τον έλεγε σάντολε γιατί ο καπετάν Βουλής παππούς του Δαμιανάκη Μ.  με τον Πετρακογιώργης, ήταν  φίλοι, συγχωριανοί από το Μαγαρικάρι και σύντεκνοι .)  οδηγούσε με ασφάλεια από το ένα μέρος στο άλλο αντάρτες και Εγγλέζους. Έτσι και τώρα.                                                                                                                                                                                                                                                   Κάποια στιγμή βλέπει από μακριά ένα απόσπασμα από  νεαρούς Γερμανούς στρατιώτες να φτάνουν κοντά στην Οδηγήτρια με αυτοκίνητο. Το αφήνουν εκεί, γιατί ο δρόμος ήταν φτιαγμένος με αγγαρείες από τους ντόπιους να πηγαίνει στο Ακρωτήριο Λίθινο(Κεφάλι), που ήταν τα ΡΑΝΤΑΡ των Ναζί και προχωρούσαν για Καλούς Λιμένες-Πλαθιά Περάματα από μονοπάτι με τα πόδια.                                                                                                                                 Μόλις τους είδε ο Μιχάλης, άρχισε  να σκέφτεται τι θα μπορούσε να συμβεί, αν περνούσαν και οι  δύο ομάδες από το ίδιο μονοπάτι. Σίγουρα θα γινόταν μακελειό!  Στη συνάντηση κάποιοι θα σκοτώνονταν, (όπως είχε διηγηθεί στον Μιχάλη Αλ. Τσικνάκη)!                                                       
Παρά το ότι οι Ναζιστές τον είχαν πολεμήσει, τον είχαν συλλάβει και βασανίσει και θα ήθελε να εκδικηθεί, γιατί:                                                                                                                         Ο Μιχάλης το 1940 με την 5η Μεραρχία Κρητικών είχε πάει στα οχυρά του Ρούπελ στη διάθεση του αρχιστρατήγου Παπάγου και περίμεναν να μπουν στη μάχη στα Ελληνοαλβανικά σύνορα.                                                                                                                                                                                            Πήρε αναβολή το Δεκέμβρη, γιατί είχε αδερφό στρατιώτη(τον Κοσμά), ήταν και παντρεμένος με παιδί.                                                                                            Κλήθηκε το Μάρτη του’41 στο Ναύπλιο με νεοσύλλεκτους στρατιώτες και αρχές του Μάη του ’41 κατέβηκαν στο Ρέθυμνο να υπερασπιστούν το αεροδρόμιο.                                                                                                                                                                                                                                                 Ήταν στο 2ο Λόχο του Κατσιράκη, που μαζί με 50 Ηρακλειώτες και άλλους νεοσύλλεκτους, τους ντόπιους , τους Νεοζηλανδούς , κατάφεραν πολεμώντας στήθος με στήθος, να ανακαταλάβουν το αεροδρόμιο Ρεθύμνου, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η κατάληψη της Κρήτης.
Είδε μπροστά στα μάτια του δυο φίλους του τον Κουρτικάκη Παύλο από τον Κουσέ και τον Παπαδοβασιλάκη Εμμανουή από Ζαρό, να σκοτώνονται στο Λαμπίρο, από τις σφαίρες κρυμμένου γερμανικού πολυβόλου που έρχονταν από το φουγάρο ενός εργοστασίου!                                                                                                                                                                                                                          Με άλλους Μεσαρίτες και Νοτιορεθεμνιώτες οδήγησαν 500 άνδρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας μέσα από τα μονοπάτια του Ψηλορείτη, από την Ι.Μ. Αρκαδίου στην Αγία Γαλήνη, από τους οποίους 50 φυγάδευσαν με μια βάρκα(μαούνα) και τους υπόλοιπους μοιράστηκαν και φιλοξενούσαν στα χωριά τους.                                                                                                                                                                                                               Ο Σούμπερτ  με τους Σουμπερίτες τον είχαν αφήσει λιπόθυμο από το ξύλο που του έδωσαν στην πλατεία του χωριού. Τους  είχαν προδώσει για ένα ασύρματο που έκρυβαν στο στάβλο του Γ. Μανασσάκη.                                                                                                                                Παρά το ότι τον είχαν προδώσει τέσσερις φορές και με παλικαριά, ευστροφία και τύχη τους έφευγε και είχε γλιτώσει την εκτέλεση,            
………. τη στιγμή αυτή κυριάρχησε μέσα του η ΑΝΘΡΩΠΙΑ που είχε!
Ξέχασε όσα είχε περάσει πιο μπροστά και στο μυαλό του τριγύριζε η σκέψη πως τα παιδιά αυτά μπορεί να μην ήταν σαν τους Σουμπερίτες. Κάποιοι μπορεί να ήταν σαν τον παραπάνω Αυστριακό, που του έσωσε τη ζωή! Κάποια παιδιά είτε Έλληνες, είτε Άγγλοι, είτε Γερμανοί, είχαν μάνα, πατέρα, γυναίκα ή συγγενείς που τους περίμεναν!.... .
Αστραπιαία πήρε το μονοπάτι πήγε προς το μέρος των Γερμανών, είχε μια βούργια στην πλάτη με λίγο τυρί, ψωμί και κρατώντας τη μπαστούνα, ήταν δυνατός και γρήγορος στα πόδια, έφτασε γρήγορα κοντά τους και έκανε πως έψαχνε, τάχα, τα χαμένα του πρόβατα. Τους συναντά Νοτιοδυτικά από την Οδηγήτρια.
Αφού αντάλλαξε φιλικό χαιρετισμό, τους φίλεψε λίγο ανθότυρο με παξιμάδι και με νοήματα με  μισά ελληνικά, μισά γερμανικά τους ρωτά αν είδαν πουθενά τα πρόβατά του.
Ο επικεφαλής Γερμανός πήρε αέρα από τη φιλική στάση του «βοσκού» και τον ρωτά:                   «Από που θα πάμε στα Πλαθιά Περάματα;»                                                                                             Αμέσως ο Μιχάλης ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση, πως πέτυχε το σχέδιό του! Τους έδειξε ένα μονοπάτι από το χειμαδιό του Πολύδωρα Καργάκη, ανάμεσα Αγία Κυριακή και Οδηγήτρια που οδηγεί στα Μανουσανά και έτσι αποφεύχθηκε η συνάντηση και η σίγουρη  φονική σύγκρουση με τους Εγγλέζους.

Γ.  Διήγηση περιστατικού από Κων/νο Τίτου Σπυριδάκη και από Μανασάκη Αλέκο, στον Μανόλη Σταυρ. Τσικνάκη.                             Στο Πετροκεφάλι την περίοδο της Κατοχής, «λόγω» γεωγραφικής θέσης, έμεναν αρκετοί Γερμανοί κατακτητές(δύναμη Λόχου ). Είχαν επιτάξει τα πιο καλά και ασφαλή σπίτια και έμεναν.                                                                                                                                                           Ένα από αυτά ήταν και το καλοφτιαγμένο διώροφο σπίτι του Τίτου Σπυριδάκη στη γειτονιά Σπυριδιανά, με αυλή και πηγάδι για ύδρευση 10 μέτρα βάθους περίπου.
Κάποια μέρα όλοι οι Γερμανοί ένοικοι είχαν πάει νυχτερινή αποστολή στα Σκούρβουλα.                               Μια ομάδα νεαρών με αντιστασιακή δράση, από την οποία δυστυχώς μόνο το όνομα του Μιχάλη Εμμ. Τσικνάκη-του Χατζή έμαθα, περνώντας, νύχτα, από δώμα σε δώμα σπιτιών που είχαν συντοιχία κρυφά, μπαίνουν από μια ξεκλείδωτη πορτοπούλα στον άδειο οντά που έμεναν οι Γερμανοί. Οι νεαροί είχαν πληροφορία, πως μέσα είχαν πολλά όπλα!                     Πράγματι μέσα σε μια ντουλάπα βλέπουν τα τουφέκια, βάζουν εννιά και σφαίρες σε ένα σακί, τα παίρνουν και φεύγουν. Μόλις βγήκαν στο δρόμο έξω από την αυλή του Τίτου, ακούνε μες στο σκοτάδι τα βήματα από τις μπότες της γερμανικής περιπόλου, να έρχονται προς το μέρος τους.  Ρίχνουν αμέσως το σακί με τα όπλα στο βαθύ πηγάδι με νερό, πηδάνε και κρύβονται μέσα στην αυλή, πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο, μέχρι να περάσει η περίπολος.                                                                                                                                                        Την επομένη η κλοπή έμεινε μυστική, γιατί  όχι μόνο θα την πλήρωνε όλο το χωριό, αλλά και οι ένοικοι θα τιμωρούνταν με βαριά τιμωρία από τους ανωτέρους τους! Η κλοπή κουκουλώθηκε «εκ των έσω», όπως γινόταν και στον ελληνικό στρατό, τέτοια περιστατικά. Πέρασε ο καιρός έφυγαν οι Γερμανοί και ο Δαμιανάκης Μ. με τους δράστες  της κλοπής, πήγαν στου Τίτου το πηγάδι.    Δένουν το Μιχάλη με σχοινιά και τον κατεβάζουν μέσα.                
Αφού έβγαλε τα όπλα και κάποια πυρομαχικά που είχαν ρίξει, βγήκε πάνω. Τα πήρε όλα και τα έκρυψε, γιατί αφού πήρε την ευθύνη και τα έβγαλε, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει κανένας άλλος.   Ο Μιχάλης άλλωστε είχε στην κατοχή του και τα έκρυβε ένα ημιαυτόματο, ένα ταχυβόλο, σφαίρες, χειροβομβίδες και άλλα πυρομαχικά.
Μετά από λίγες μέρες 500 μέτρα ΒΔ από το χωριό ήταν ο Αλέκος Μανασσάκης στο περιβόλι του και έσκαβε. ( Είχε πάει στρατιώτης στην Κορέα και το έλεγαν Κορεάτη)                                                                                Κάποια στιγμή ακούει ένα δυνατό κρότο σαν δυναμίτη, κοιτάζει και βλέπει πιο κάτω προς τον Άγιο Σπυρίδωνα σκόνη και καπνό να βγαίνει από το ξεροπήγαδο του Παπαχατζάκη!                  Αφήνει το τσαπί και τρέχει να δει τι συμβαίνει. Φτάνει και βλέπει τον Γκιαουρομιχάλη, αφού είχε κατακαθίσει η σκόνη και ο καπνός, να σκύβει και να παρατηρεί μέσα στο ξεροπήγαδο αν είχε κάνει καλή δουλειά. Τα όπλα και τα πυρομαχικά είχαν γίνει σκόνη!
«Ήντα κάνεις, μωρέ Μιχάλη, ετά πέρα;» του λέει ο Κορεάτης.
«Έπαε έφερα μερικά όπλα (11) και πυρομαχικά στο πηγάιδι κα τως έκαμα το κολάι ντως,…… τα κατάστρεψα!»  του απαντά ο Μιχάλης.
 « Γιάντα, μωρέ Μιχάλη;  Κρίμας τα ντουφέκια!  Γιατί δεν άφησες, τουλάχιστο, τσι χεροβοβίδες να βγάνομε ψάρια στο Μάρτσαλο;» του ξαναλέει ο Αλέκος.
Τότε γυρίζει πάλι ο Μιχάλης, με τη σοφία και την ανθρωπιά που τον διέκρινε, και του λέει:
«Να σου πω, Αλέκο, αυτά που κατάστρεψα, ότι καλό ήτανε να κάμουν το κάμανε!.......    Από ‘δα και πέρα, σε όποια χέρια και να πέσουν, ΜΟΝΟ ΖΗΜΙΑ ΘΑ ΚΑΜΟΥΝ !»                
*Σημείωση: Οι Δαμιανάκηδες του Ν. Ηρακλείου και Χανίων προέρχονται από την Ανώπολη Σφακίων.                                                                                 Στην Επανάσταση του Δασκαλογιάννη με τους Ρώσους Ορλώφ στα 1770, οι Τούρκοι έσκαψαν και έκαψαν ότι υπήρχε στα Σφακιά. Πολλές οικογένειες πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Η οικογένεια του σκοτωμένου Δαμιανού Αρχοντάκη με το επίθετο Δαμιανάκης, (όπως συνήθιζαν τότε να κάνουν το όνομα του χαμένου πατέρα επίθετο )    9 αδέρφια , κυνηγημένοι έφτασαν στο Φουρφουρά Ρεθύμνου. Επειδή και εκεί δεν μπορούσαν να ζήσουν , σαν πρόσφυγες, διασκορπίστηκαν άλλοι στα Χανιά, άλλοι στα Βορρίζα και άλλοι στη Ρογδιά. Από τα Βορρίζα πέρασαν στο Ζαρό στον Πανασσό στη Γαλιά, στον Αϊ-Γιάννη, Πετροκεφάλι και αλλού.
3.    Στον πόλεμο του ’40, υπηρετούσε σαν υπολοχαγός ο Νικολούδης Εμμανουήλ του Ιωάννου, γεννημένος στη Γαλιά το 1910 με καταγωγή από τα Βορρίζα.                                                    Η μονάδα του ήταν στα οχυρά της Δράμας και όταν χτύπησαν οι Γερμανοί εκεί, πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον πήγαν στη Θεσσαλονίκη και του απαγόρευσαν να φύγει για την Κρήτη. Γράφει στο ημερολόγιό του, ότι προσπάθησε να φύγει κρυφά με κάποιο πλεούμενο, μα δεν τα κατάφερε. «Η φυγάδευσις προς Κάϊρον εγένετο από ανθρώπους οίτινες θα ήσαν ή άκρως αριστεροί ή άκρως δεξιοί. Ημείς δεν ήμεθα ικανοί κατ’ αυτούς να φθάσωμε εκεί κάτω. Έτσι δικαιολογώ τας αποτυχίας μου για το ταξείδι μου».  «‘Ημουν άχρους στρατιώτης», έγραφε.                                                           Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν οι αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ, ΥΒΕ, ΠΑΟ, εντάχθηκε στις δύο τελευταίες, χωρίς να τους έχει καμιά εμπιστοσύνη, αφού μέλη της ΠΑΟ συνεργαζόταν με τους κατακτητές . Στη συνέχεια μεταπήδησε στον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε μια μάχη με τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες  ΠΑΟΥΤΖΗΔΕΣ στη Φλώρινα όπου και τραυματίστηκε.                                                                                                                                      Το Δεκέμβριο του ’44 πήρε εντολή από τον ΕΛΑΣ να οδηγήσει σε μάχη το τάγμα του στην Ήπειρο, εναντίον του ΕΔΕΣ-Ζέρβα.                                                                                                            Η απάντησή του ποια ήταν: «Εγώ δε στρέφω τα όπλα μου κατά των Ελλήνων.  Τους ΠΑΟΥΤΖΗΔΕΣ τους πολέμησα με πάθος, γιατί ήταν συνεργάτες των Γερμανών!»                         Τέθηκε σε διαθεσιμότητα από το Κομουνιστικό  Κόμμα και δεν πήγε κατά του Ζέρβα.                                Όταν γύριζαν από τη μάχη τα αθώα ανταρτόπουλα , τον είδαν και τον χαιρετούσαν φωνάζοντας  με δάκρυα στα μάτια: «Γεια σου αθάνατε συναγωνιστή Ταγματάρχα!» Καταλάβαιναν  πως δεν πήγε στη μάχη από δειλία. Είχε δείξει πόσο γενναίος ήταν.                   Δεν ήθελε να βάψει τα χέρια του με αίμα πατριωτών!                                                                    Μετά από λίγα χρόνια 26 Δεκεμβρίου 1948 βρέθηκε σκοτωμένος στο Σοχό!                                         Το πόρισμα της Ε.Δ.Ε έγραφε. «Εφονεύθη εξ εκρήξεως φιλίας παγιδευμένης χειρ/βίδος»
Αυτά τα περιστατικά και πολλά άλλα έχω στο μυαλό μου και σκέφτομαι:                                       Οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων είχαν ένα κοινό παρονομαστή. Είχαν καταγωγή από τα Βορρίζα και μέσα τους φώλιαζαν τα ιδανικά της πίστης, της φιλοπατρίας, της τιμιότητας, ο σεβασμός  και η αγάπη στον Άνθρωπο και πολλά άλλα!
Αγαπητοί , φίλοι!                                                                                                                                             Μετά την Τουρκοκρατία, στα Βορρίζα έμεινε σαν κατάλοιπό της, η μάστιγα της παραβατικότητας…….. Και σήμερα υπάρχει, έστω και μικρή.                                                                        Όμως πέστε μου.  Σε ποιο χωριό, κωμόπολη και πόλη δεν υπάρχει;….. Παντού!                                 Δυστυχώς στην περιοχή μας, όταν γίνει κάτι κακό, πολλοί δείχνουμε με ευκολία τα Βορρίζα!...... Γιατί;…… Γιατί έτσι μας βολεύει! … Μας βολεύει για να καλύψουμε την παραβατικότητα που συμβαίνει γύρω μας,  στο χωριό μας και από εγωισμό δε θέλουμε να μας δείχνουν!.... Μας βολεύει να δείχνουμε αυτό το κεφαλοχώρι τον «αποδιοπομπαίο τράγο».                                                                                                                                                     Για την παραβατικότητα  όλοι έχουμε ευθύνη άλλος λίγο, άλλος πολύ γονείς, δάσκαλοι, τοπικοί άρχοντες, πολιτικοί, κυβερνητικοί κ.λ.π. Άλλη φορά, ίσως το συζητήσουμε.
Ξεχνούμε όμως ότι:                                                                                                                                Από τα Βορρίζα ξεπήδησαν καπετάνιοι και στρατηγοί, που πολέμησαν τους κατακτητές. Ξεπήδησαν αμέτρητοι ήρωες που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Βγήκαν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Διέπρεψαν, διαπρέπουν ακόμη και σήμερα και μας κάνουν περήφανους! Ξεπήδησαν άνθρωποι εργατικοί και φιλόπονοι, πού βοήθησαν στην  ευημερία και την πρόοδο του τόπου! Τρανό παράδειγμα τα χωριά του κάμπου  Γαλιά, Μοίρες, Πετροκεφάλι κ.ά.                                                                                                                   Τέτοιοι άνθρωποι είναι η πλειοψηφία των Βορριζανών, που σπάνια εξαργυρώνουν τον αγώνα τους με «οφίτσια» όπως έκαναν και κάνουν σε άλλους τόπους της επικράτειας! -                                                                                                              
                                                                                        Πετροκεφάλι 21 Ιούνη 2020
                                                                                Δαμιανάκης Γεώργιος Συν/χος Δάσκαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου