Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ



 
Ο Νικόλαος Χαράλαμπου Ρουκουνάκης, με καταγωγή από τα Ακούμια Ρεθύμνου, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μαράκη από το Χάρακα Μονοφατσίου και κατοίκησε στο χωριό Χάρακας. Το επάγγελμά του ήταν γιατρός, χειρούργος γυναικολόγος.[1] Με την Αικατερίνη απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Τον Άγγελο, (1907), το Γιώργο, (1909), το Δημήτριο, (1911) και τον Αριστείδη, (1915).  Η γυναίκα του Νικολάου Ρουκουνάκη πεθαίνει και έρχεται σε δεύτερο γάμο με την Αθηνά από τον Άγιο Μύρωνα. Αποκτά ένα ακόμη γιο, τον Ιωάννη, (1921).[2]  Ο Άγγελος υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Άγγελος δεν επιστρατεύτηκε, ως πρώτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Τα τρία του αδέλφια Γιώργος, Δημήτρης και Αριστείδης, πήραν μέρος πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας τους Ιταλούς. Οι αιτήσεις του προς την Ελληνική Κυβέρνηση, να επιστρατευτεί ως εθελοντής και να πολεμήσει, δεν έγιναν δεκτές. Τα αδέλφια του Γιώργος, (έμπορος), Δημήτρης, (ανθυπίατρος, παθολόγος), και Αριστείδης, (υπάλληλος Τραπέζης), επέστρεψαν από το μέτωπο με τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Ο Άγγελος υπηρετούσε ως Διευθυντής στο Ταχυδρομικό Γραφείο της Χώρας Σφακίων, (Τ.Τ.Τ.). Στις 20 Μαΐου 1941, ξεκίνησε η μάχη της Κρήτης. Ο Άγγελος Ρουκουνάκης εγκαταλείπει τη θέση του στα Σφακιά και πολεμά τους αλεξιπτωτιστές στα Χανιά, στην περιοχή του Γαλατά. Από έναν αλεξιπτωτιστή που σκοτώνει, παίρνει ένα μικρό ξιφίδιο, μέρος του εξοπλισμού του. Την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, επιστρέφει στη Χώρα Σφακίων, στα δημοσιοϋπαλληλικά του καθήκοντα. Ένας μεγάλος αριθμός Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών κατευθύνονται και καταφτάνουν στην επαρχία Σφακίων με σκοπό τη διαφυγή τους στη Μέση Ανατολή. Οι Σφακιανοί τους περιθάλπουν, τους φροντίζουν και τους βοηθούν με όλα τα μέσα που διαθέτουν, ως την αποχώρησή τους. Ο Άγγελος Ρουκουνάκης πρωτοστατεί. Το Σεπτέμβρη του 1941, γερμανικός στρατός από 2000 στρατιώτες, κατακλύζει την Επαρχία Σφακίων. Σκοπός τους, η τιμωρία των κατοίκων, για την αρωγή που επέδειξαν προς τους συμμάχους μετά τη μάχη της Κρήτης. Σύστησαν αμέσως στρατοδικείο. Το στρατοδικείο στεγάστηκε στο σπίτι του Ανδρέα Βουρδουμπά στη Χώρα Σφακίων. Οι βάρβαροι γερμανοί δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο αθώους πολίτες. Τους καταδίκους έκλειναν στο σπίτι του Νικολάου Μανουσογιάννη που βρίσκονταν δίπλα στου Βουρδουμπά. Απ’εκεί, τους οδηγούσαν στα ερείπια παλιού φρουρίου, που δέσποζε πάνω από τη Χώρα Σφακίων, και τους εκτελούσαν. Ο Άγγελος Ρουκουνάκης κλήθηκε πρώτος για ανάκριση αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Κλήθηκε όμως για δεύτερη φορά σε ανάκριση και το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Υπήρχε μαρτυρία ότι είχε πολεμήσει τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές, και ότι βοήθησε στη διαφυγή των συμμάχων. Οι γερμανοί, από 1 ως 7 Σεπτεμβρίου 1941, εκτέλεσαν  26 άντρες. Όλοι οδηγήθηκαν και εκτελέστηκαν στο παλιό φρούριο, νοτιοανατολικά της Χώρας Σφακίων. Ο μόνος που δεν εκτελέστηκε στο φρούριο, ήταν ο Άγγελος Ρουκουνάκης. Ενώ τον οδηγούσαν από το Ταχυδρομικό γραφείο στον τόπο της εκτέλεσης, κατάφερε και λύθηκε.  Έστρεψε το βλέμμα του για λίγο στους δημίους του και απομακρύνθηκε τρέχοντας, διανύοντας λίγες δεκάδες μέτρα. Οι σφαίρες των κατακτητών πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Το σώμα του λύγισε και βρέθηκε στο πλακόστρωτο της Χώρας Σφακίων. Ένα αυλάκι από αίμα σύρθηκε στις πλάκες. Το παλικάρι από το Χάρακα Μονοφατσίου, ο Άγγελος Ρουκουνάκης, έπεσε για την πατρίδα χτυπημένος πισώπλατα. Το ημερολόγιο έδειχνε Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 1941.[3] Μεταφέρθηκε από τους υπόλοιπους μελλοθάνατους στο φρούριο και πετάχτηκε στο γκρεμό που έπεφταν νεκροί και οι υπόλοιποι Σφακιανοί.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Μιά πεδιάδα σε σύγχυση




ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΘΙΝΟΣ
Όλοι, από τους οποίους ζήτησα σχετικές πληροφορίες, ήταν κατηγορηματικοί. Η πεδιάδα, η μεγαλύτερη του νησιού, αποτελεί από τις πιο εύφορες περιοχές του. Καταλαμβάνει μεγάλη έκταση. Τη διασχίζει, από τη μια άκρη της ώς την άλλη, ο Γεροπόταμος. Είναι από τις πιο όμορφες και ζωντανές περιοχές της Κρήτης.

Και από τις δύο πλευρές του δύστροπου ποταμού απλώνονται μικρά χωριά. Οι κάτοικοί τους, ανέκαθεν, ήταν φιλήσυχοι. Άνθρωποι του μόχθου, καλλιεργούσαν ολημερίς τα χωράφια τους. Προτού νυχτώσει, γύριζαν στα σπίτια τους αποκαμωμένοι αλλά ευτυχισμένοι. Αποκούμπι είχαν τα παιδιά τους, για τα οποία έτρεφαν την κρυφή ελπίδα ότι θα σπούδαζαν ώστε να ξεφύγουν από τη επίπονη δουλειά του χωραφιού. Διαρκώς τα συμβούλευαν να γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι. Ήταν βαθιά θεοσεβούμενοι. Νοιάζονταν ο ένας τον άλλο. Όλοι μαζί συμμετείχαν στις πίκρες και στις χαρές. Τους άρεσε το κρασί και τα γλέντια. Φιλοξενούσαν, πάντα με ζεστασιά και ανυστεροβουλία, τους κατά καιρούς επισκέπτες τους.
Κι ύστερα, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Η εύφορη γη, με τις εγγειοβελτιωτικά έργα που πραγματοποιήθηκαν, άρχισε να καλλιεργείται εντατικά και να αποδίδει άφθονους καρπούς. Καινούργιες καλλιέργειες, προστέθηκαν δίπλα στις παλιές. Τα κέρδη για τους κατοίκους υπήρξαν πρωτόγνωρα. Ξαφνικά βρέθηκαν με χρήματα, που δεν μπορούσαν να τα διαχειριστούν, με αποτέλεσμα να τα δαπανούν χωρίς σύνεση. Ο πακτωλός των κρατικών επιδοτήσεων, συχνά για ανύπαρκτες γεωργικές εκτάσεις, επέτεινε το πρόβλημα. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο έλεγχος από την Πολιτεία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Όσες φορές επιχειρήθηκε να πραγματοποιηθεί, γρήγορα ανεστάλη, με το πρόσχημα του πολιτικού κόστους.

Η περίοδος της οικονομικής ευημερίας, επίπλαστης όπως αποδείχτηκε, αλλοίωσε νοοτροπίες χρόνων. Το ήθος της προηγούμενης εποχής χάθηκε. Η απόκτηση οικονομικής δύναμης από τον καθένα συνιστούσε πλέον αυτοσκοπό. Για την επίτευξή της, συχνά με αθέμιτους τρόπους, θυσιάζονταν συνειδήσεις. Τα μικρά, ανθρώπινα χωριά, άρχισαν να μετατρέπονται σε κακέκτυπα πόλεων. Ο κοινωνικός ιστός διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα. Σταδιακά, εμπεδώθηκε η αντίληψη στους κατοίκους ότι όλα στη ζωή ήταν εύκολα.

Τα φαινόμενα παραβατικότητας, λιγοστά την προηγούμενη εποχή, άρχισαν να αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό. Η πανθομολογούμενη λεβεντιά του πληθυσμού έλαβε πλέον άλλες μορφές. Βαθμιαία, άρχισε να κυριαρχεί ο νόμος του ισχυρότερου. Αυτός αποτελούσε την κατευθυντήρια δύναμη κάθε δραστηριότητας. Την έγνοια για τον συνάνθρωπο, αντικατέστησε η υστεροβουλία και η προσπάθεια επιβολής στον αδύναμο και στον απροστάτευτο.

Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα μεγάλωνε η νέα γενιά. Το Σχολείο αποδείχθηκε ανίσχυρο να μεταστρέψει την πορεία των γεγονότων. Ίσως και να μην προσπάθησε όσο θα έπρεπε. Όσοι επισήμαιναν το πρόβλημα και συνιστούσαν εγκράτεια, απελπιστικά λίγοι, αντιμετωπίζονταν από τους υπόλοιπους με περιφρόνηση. Χαλούσαν το κλίμα αισιοδοξίας, που είχε ήδη δημιουργηθεί.
Το όνομα της πεδιάδας, τον τελευταίο καιρό, είναι διαρκώς στα χείλη κάθε συντροφιάς. Σχεδόν πάντα, με όχι κολακευτικές εκφράσεις.

Νέοι άνθρωποι, που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν σε χωριά της, έχουν κατηγορηθεί ότι, με τις αχαρακτήριστες συμπεριφορές τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξώθησαν έναν εικοσάχρονο συμφοιτητή και συμπατριώτη τους να θέσει τέλος στη ζωή του.
Το μόνο που αναρωτιέσαι είναι: Πώς μπόρεσαν;

Ειλικρινής απάντηση, είναι βέβαιο, πως δεν θα δοθεί ποτέ από τους ίδιους. Εύκολα όμως συνάγεται, από τα όσα προαναφέρθηκαν, μέσα σε ποιο περιβάλλον επωάστηκαν οι συγκεκριμένες αντιλήψεις.
Οι τύψεις τους, χωρίς αμφιβολία, θα τους κυνηγούν καθημερινά. Ας ευχόμαστε, το σιωπηλό κλάμα τους κάθε νύχτα, να αποτελεί έμπρακτη μεταμέλεια για τη συμπεριφορά που επέδειξαν. Είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον άτυχο συνάδελφό τους, που δεν πρόφτασε να χαρεί τη ζωή και επέλεξε ως λύση διεξόδου τη φυγή.

Όσοι και όσες ζουν στην πεδιάδα της Μεσαράς χρειάζεται να στοχαστούν βαθιά και να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες τους. Κυρίως, όμως, να αρχίσουν να συζητούν με τα παιδιά τους για έναν άλλο, διαφορετικό, κόσμο.

Το οφείλουν, στους φτωχούς αλλά υπερήφανους γονείς τους, οι οποίοι καθημερινά, λίγες δεκαετίες πριν, νουθετούσαν τους ίδιους να είναι πάντα καλοί και ευσπλαχνικοί προς τους συνανθρώπους τους.
Γιατί το λησμόνησαν;