Του Γιώργου Μαργαρίτη
ιστορικού- συγγραφέα
Ο Αύγουστος του 1944, είναι ένας ακόμα τραγικός μήνας, από αυτούς που
έζησαν οι λαοί της Ευρώπης κάτω από το σκήπτρο του γερμανικού ναζισμού
και του τερατουργήματος που δημιούργησε, της Νέας Ευρώπης, όπως τότε την
ονόμασαν. Η τραγωδία ξεκινούσε από το μικρό για να πάει στο μεγάλο, στο
τερατώδες. Στις αρχές του μήνα Ολλανδοί ναζί καταδότες έδωσαν στην
γερμανική αστυνομία την Άννα Φρανκ, την μικρή εβραία της Ολλανδίας που
μας άφησε, από την μακρόχρονη κρυψώνα της, το ημερολόγιο του τρόμου
–ημερολόγιο κόλαφος για τις «αξίες» της Ευρώπης και της καπιταλιστικής
ανθρωπότητας. Την ίδια ημέρα άρχισαν οι μαζικές δολοφονίες Πολωνών στα
προάστια της εξεγερμένης Βαρσοβίας για να τρομοκρατήσουν όσους
εναντιώνονταν και επαναστατούσαν στον ναζισμό. Ίσως 50.000 Πολωνοί
θανατώθηκαν συνοπτικά, ως τις 15 Αυγούστου, με κάθε τρόπο στη Βόλα και
σε άλλους τόπους γύρω από την πολωνική πρωτεύουσα. Την ίδια ώρα καθώς
πλησίαζε ο Κόκκινος Στρατός, οι έγκλειστοι στα ναζιστικά στρατόπεδα του
θανάτου στα ανατολικά της Ευρώπης υποχρεώθηκαν σε μαρτυρικές πορείες από
τις οποίες συνήθως κανείς δεν απέμενε ζωντανός. Στα μετόπισθεν. οι
ρυθμοί εξόντωσης ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις βιομηχανίες
του θανάτου, στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια, έφτασαν σε
απίστευτους αριθμούς. Η «φυλετική καθαρότητα» ήταν το επιχείρημα του
βιομηχανικού θανάτου. Η τρομοκράτηση των τότε δούλων και αυριανών
προλεταρίων της Ευρώπης ήταν ο παρονομαστής του απόλυτου εγκλήματος.
Στην ίδια τη Γερμανία τις ίδιες ημέρες ξεκίνησαν οι εκτελέσεις των
«συνωμοτών» για την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου.
Τις ίδιες όμως ημέρες του Αυγούστου ακτίδες ελπίδας διαπέρασαν το σκοτάδι της ναζιστικής Ευρώπης. Ο Κόκκινος Στρατός κύκλωσε στις αρχές του μήνα τις γερμανικές στρατιές της Βαλτικής και, λίγες ημέρες αργότερα, πέρασε τα γερμανικά σύνορα στην ανατολική Πρωσσία. Στις 20 Αυγούστου, στην άλλη άκρη του τεράστιου ανατολικού μετώπου οι στρατιές της Σοβιετικής Ένωσης άρχισαν την καταιγιστική τους επίθεση στη Ρουμανία και σε λίγες ημέρες κατέστρεψαν τις εκεί γερμανικές δυνάμεις και οδήγησαν σε συνθηκολόγηση τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Μόνο τα προβλήματα συγκέντρωσης και εφοδιασμού, διέκοπταν πλέον τη νικηφόρα προέλαση των σοβιετικών δυνάμεων.
Τον ίδιο μήνα το δυτικό γερμανικό μέτωπο στη Νορμανδία έσπασε και στις
15 έγινε νέα συμμαχική απόβαση στη νότια Γαλλία. Τα αγγλο-αμερικανικά
στρατεύματα ξεχύθηκαν στις γαλλικές πεδιάδες αιχμαλωτίζοντας μεγάλους
αριθμούς αποκαμωμένων Γερμανών και συμμάχων τους. Στις 19 Αυγούστου
εξεγέρθηκαν οι κάτοικοι του Παρισιού και στις 25 η γαλλική πρωτεύουσα
ελευθερώθηκε. Στην κοιλάδα του Ροδανού και στη Λυών η Αντίσταση τιμώρησε
σκληρά τους Γάλλους ναζί, τους συνεργάτες των κατακτητών. Στην Ιταλία
ελευθερώθηκε η Φλωρεντία. Σε ανατολή και σε δύση οι στρατοί των συμμάχων
ορμούσαν πλέον προς τα σύνορα της Γερμανίας. Και στην ίδια τη Γερμανία
το μόνο που απέμενε στη ναζιστική ηγεσία ήταν περισσότερος φανατισμός,
περισσότερο έγκλημα, περισσότερες καταστροφές αγαθών και ανθρώπων,
τυφλές δολοφονίες, θάνατος. Λες και το ύστατο σχέδιο του ναζισμού ήταν
να πάρει μαζί του στο έρεβος όσο το δυνατό περισσότερους αθώους.
Αυτό το ίδιο σκηνικό που στοίχειωνε τις τελευταίες ημέρες της Νέας Ευρώπης είχε στηθεί και στην Ελλάδα, και στην Κρήτη. Στις οροσειρές της χερσαίας Ελλάδας ολοκληρώνονταν οι επιχειρήσεις «εκκαθάρισης και καταστροφής» όπου πρωταγωνιστούσε, στο πλευρό των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας, η τρομερή στις δολοφονικές της επιδόσεις 4η τεθωρακισμένη μεραρχία αστυνομίας των Ες Ες. Στις 9 Αυγούστου στη Αθήνα 120 δολοφονήθηκαν στο μπλόκο στο Δουργούτι, 600 στάλθηκαν στα κάτεργα της Γερμανίας, στις 17 του ίδιου μήνα 100 περίπου δολοφονήθηκαν στην Κοκκινιά, και 1800 στάλθηκαν στην Γερμανία. Όλες οι δυνάμεις του μαύρου μετώπου πήραν μέρος στις εκστρατείες ενάντια στις γειτονιές της Αθήνας. Τάγματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή, Ειδική Ασφάλεια, Μηχανοκίνητο του Μπουραντά και Γερμανοί των Ες Ες και της αντικομμουνιστικής ασφάλειας Ες Ντε. Για πανστρατιά της αντίδρασης μπορεί να γίνει λόγος.
Στη Ρούμελη, παρά την επική αντίσταση του ΕΛΑΣ οι Γερμανοί έκαψαν το Καρπενήσι. Χάρη στον ΕΛΑΣ οι κάτοικοί του είχαν καταφύγει στα βουνά με ασφάλεια.
Σε μια τέτοια εποχή, σε καιρούς θανάτου και καταστροφικής παράνοιας τα Ανώγεια χτυπήθηκαν βάναυσα από τον ναζισμό .
Στις 13 του Αυγούστου εκείνης της τρομερής χρονιάς γερμανικά στρατεύματα, πάντοτε μαζί με Έλληνες συνεργάτες τους, κύκλωσαν το χωριό και κάλεσαν όσους από τους κατοίκους του έμεναν ακόμα σε αυτό – περίπου 1.500 από τους 4.000 έμεναν ακόμα σε αυτό γυναίκες, παιδιά, άρρωστοι και γέροντες, οι άνδρες, αλλά και ολόκληρες οικογένειες είχαν ήδη φύγει και σκορπιστεί στα βουνά – να το εγκαταλείψουν και να φύγουν προς το Γενή – Γκαβέ και το Ρέθυμνο, καθώς, όπως τους είπαν, πρέπει να βρούν να εγκατασταθούν αλλού: τα Ανώγεια επρόκειτο να χαθούν από τον χάρτη. Οι κατακτητές εγκαταστάθηκαν στον έρημο χώρο, έστησαν ένα πρόχειρο στρατόπεδο στα Σείσαρχα, σκότωσαν τους λίγους υπέργηρους ή αρρώστους που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και ξεκίνησαν την μεθοδική λεηλασία και καταστροφή του χωριού. Άδειαζαν ένα προς ένα τα σπίτια, τις αποθήκες, τα δημόσια καταστήματα και κτίρια των Ανωγείων, φόρτωναν τα λάφυρα και κατόπιν έκαιγαν ότι μπορούσε να καεί. Τα μαυρισμένα κουφάρια των σπιτιών φαίνεται πως δεν τους ικανοποιούσαν και γι αυτό κατόπιν ανατίναζαν ό, τι έδειχνε να στέκεται όρθιο μετά τη φωτιά.
Η διαδικασία κράτησε ως τις 5 Σεπτεμβρίου, όταν και οι τελευταίοι από τους κατακτητές έφυγαν από την περιοχή. Είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους. Από τα 940 σπίτια και κτίσματα των Ανωγείων κανένα δεν υπήρχε πλέον. Οι εκκλησίες έστεκαν βαριά τραυματισμένες από τα αέρια των εκρήξεων με τις οποίες ανατινάχθηκαν τα γύρω σπίτια. Όλες οι βιοτεχνίες, τα εργαστήρια, οι εγκαταστάσεις, τα τέσσερα τυροκομεία, οι σταύλοι και τα κοτέτσια είχαν καταστραφεί. Τα ζώα των κοπαδιών και τα οικόσιτα, όσα δεν αρπάχθηκαν, θανατώθηκαν, έτσι ώστε η μυρωδιά της σήψης και του θανάτου να μείνει σαν ανεξίτηλο στίγμα πάνω από τα Ανώγεια.
Εάν αθροίσουμε στις αρπαγές του Αυγούστου τις μικρότερες σε έκταση προγενέστερες, τότε σύμφωνα με τα στοιχεία της ειδικής επιτροπής διαπίστωσης των γερμανικών ωμοτήτων στην Κρήτη (Καλιτσουνάκης, Καζαντζάκης, Κακριδής) αρπάχτηκαν από το χωριό, 200.000 οκάδες (260 τόνοι) σιτηρών, 80.000 οκάδες (100 τόνοι) λάδι, 40.000 οκάδες (50 τόνοι) γεώμηλα, 8.000 οκάδες (10 τόνοι) τυρί, 20.000 αιγοπρόβατα, 220 μεταγωγικά ζώα, 85 βόδια, εκτός από τα προικιά, τα εργαλεία, τα έπιπλα και οι οικοσκευές. Για να το περιγράψουμε αλλοιώς, μόνο οι καρποί αυτοί, ισοδυναμούσαν με το φορτίο 150 μεγάλων φορτηγών αυτοκινήτων της εποχής (των τριών τόνων) ή με το αντίστοιχο 5.000 μεταγωγικών ζώων.
Η τελική καταστροφή του μεγάλου χωριού δεν ήταν παρά το επιστέγασμα μιας συνεχούς πίεσης και ληστείας πειρατικού τύπου που διέπρατε η Νέα Τάξη των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων σε βάρος των Aνωγειανών κτηνοτρόφων. Δεν ήταν μόνο τα άψυχα ο στόχος. Οι ίδιοι οι άνθρωποι του χωριού όφειλαν να υποταχθούν, να μάθουν να δουλεύουν στους κατακτητές και στους ντόποιους «εργολάβους» συνεργάτες τους ως δούλοι, ως υποζύγια, ως υποταγμένοι χωρίς πρόσωπο, χωρίς φρόνημα. Πεντακόσιους ανωγειανούς ζήτησαν αρχικά οι κατακτητές να δουλέψουν στις «αγγαρείες». Όταν δεν κατάφεραν να τους βάλουν στο χέρι το μείωσαν σε 250. Ούτε τόσοι πήγαν. Η άρνηση στον κατακτητή ήταν ύβρις θανατηφόρα εκείνο τον καιρό που ο ρατσισμός είχε χωρίσει τον κόσμο σε αφέντες και σε τίποτα. Συλλήψεις, ομηρίες, εκτοπίσεις στη Γερμανία –που κατέληγαν στο βυθό του Αιγαίου, στα γνωστά ναυάγια-, φυλακίσεις, εκτελέσεις –όπου τους εύρισκαν, στο Ρέθυμνο συνήθως- ήταν η απάντηση. Εκατόν δεκαεφτά ανωγειανοί (στοιχεία νομαρχίας) θανατώθηκαν σε τούτο το παιχνίδι κυριαρχίας και υποταγής, το 3% του πληθυσμού του χωριού, 1% για κάθε χρόνο κατοχής, ήταν ο φόρος του αίματος. Θα ήταν ίσως βαρύτερος εάν το γερμανικό σχέδιο για σύλληψη ομήρων -80 με 100 άτομα- από το χωριό δεν τέλειωνε άδοξα στη μάχη που έδωσε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ στο Σφακάκι.
Τι πλήρωσαν τα Ανώγεια με το αίμα των κατοίκων τους και με το βιός τους; Πλήρωσαν την τόλμη του να διαφεντεύουν από τον κατακτητή και τον ναζισμό το χωριό και το βουνό τους. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Κρήτης ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν Γερμανοί στον Ψηλορείτη. Δεκάδες Ανωγειανή πήραν μέρος στην Αντίσταση, πολλοί ως ένοπλοι αντάρτες. Ενοχλητική κατάσταση για έναν τόπο που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της μάχης στο σύνορο της γερμανικής κυριαρχίας και όπου βρίσκονταν εγκατεστημένοι 30 ως 50.000 Γερμανοϊταλοί στρατιώτες.
Αυτό το ίδιο σκηνικό που στοίχειωνε τις τελευταίες ημέρες της Νέας Ευρώπης είχε στηθεί και στην Ελλάδα, και στην Κρήτη. Στις οροσειρές της χερσαίας Ελλάδας ολοκληρώνονταν οι επιχειρήσεις «εκκαθάρισης και καταστροφής» όπου πρωταγωνιστούσε, στο πλευρό των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας, η τρομερή στις δολοφονικές της επιδόσεις 4η τεθωρακισμένη μεραρχία αστυνομίας των Ες Ες. Στις 9 Αυγούστου στη Αθήνα 120 δολοφονήθηκαν στο μπλόκο στο Δουργούτι, 600 στάλθηκαν στα κάτεργα της Γερμανίας, στις 17 του ίδιου μήνα 100 περίπου δολοφονήθηκαν στην Κοκκινιά, και 1800 στάλθηκαν στην Γερμανία. Όλες οι δυνάμεις του μαύρου μετώπου πήραν μέρος στις εκστρατείες ενάντια στις γειτονιές της Αθήνας. Τάγματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή, Ειδική Ασφάλεια, Μηχανοκίνητο του Μπουραντά και Γερμανοί των Ες Ες και της αντικομμουνιστικής ασφάλειας Ες Ντε. Για πανστρατιά της αντίδρασης μπορεί να γίνει λόγος.
Στη Ρούμελη, παρά την επική αντίσταση του ΕΛΑΣ οι Γερμανοί έκαψαν το Καρπενήσι. Χάρη στον ΕΛΑΣ οι κάτοικοί του είχαν καταφύγει στα βουνά με ασφάλεια.
Σε μια τέτοια εποχή, σε καιρούς θανάτου και καταστροφικής παράνοιας τα Ανώγεια χτυπήθηκαν βάναυσα από τον ναζισμό .
Στις 13 του Αυγούστου εκείνης της τρομερής χρονιάς γερμανικά στρατεύματα, πάντοτε μαζί με Έλληνες συνεργάτες τους, κύκλωσαν το χωριό και κάλεσαν όσους από τους κατοίκους του έμεναν ακόμα σε αυτό – περίπου 1.500 από τους 4.000 έμεναν ακόμα σε αυτό γυναίκες, παιδιά, άρρωστοι και γέροντες, οι άνδρες, αλλά και ολόκληρες οικογένειες είχαν ήδη φύγει και σκορπιστεί στα βουνά – να το εγκαταλείψουν και να φύγουν προς το Γενή – Γκαβέ και το Ρέθυμνο, καθώς, όπως τους είπαν, πρέπει να βρούν να εγκατασταθούν αλλού: τα Ανώγεια επρόκειτο να χαθούν από τον χάρτη. Οι κατακτητές εγκαταστάθηκαν στον έρημο χώρο, έστησαν ένα πρόχειρο στρατόπεδο στα Σείσαρχα, σκότωσαν τους λίγους υπέργηρους ή αρρώστους που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν και ξεκίνησαν την μεθοδική λεηλασία και καταστροφή του χωριού. Άδειαζαν ένα προς ένα τα σπίτια, τις αποθήκες, τα δημόσια καταστήματα και κτίρια των Ανωγείων, φόρτωναν τα λάφυρα και κατόπιν έκαιγαν ότι μπορούσε να καεί. Τα μαυρισμένα κουφάρια των σπιτιών φαίνεται πως δεν τους ικανοποιούσαν και γι αυτό κατόπιν ανατίναζαν ό, τι έδειχνε να στέκεται όρθιο μετά τη φωτιά.
Η διαδικασία κράτησε ως τις 5 Σεπτεμβρίου, όταν και οι τελευταίοι από τους κατακτητές έφυγαν από την περιοχή. Είχαν εκπληρώσει την αποστολή τους. Από τα 940 σπίτια και κτίσματα των Ανωγείων κανένα δεν υπήρχε πλέον. Οι εκκλησίες έστεκαν βαριά τραυματισμένες από τα αέρια των εκρήξεων με τις οποίες ανατινάχθηκαν τα γύρω σπίτια. Όλες οι βιοτεχνίες, τα εργαστήρια, οι εγκαταστάσεις, τα τέσσερα τυροκομεία, οι σταύλοι και τα κοτέτσια είχαν καταστραφεί. Τα ζώα των κοπαδιών και τα οικόσιτα, όσα δεν αρπάχθηκαν, θανατώθηκαν, έτσι ώστε η μυρωδιά της σήψης και του θανάτου να μείνει σαν ανεξίτηλο στίγμα πάνω από τα Ανώγεια.
Εάν αθροίσουμε στις αρπαγές του Αυγούστου τις μικρότερες σε έκταση προγενέστερες, τότε σύμφωνα με τα στοιχεία της ειδικής επιτροπής διαπίστωσης των γερμανικών ωμοτήτων στην Κρήτη (Καλιτσουνάκης, Καζαντζάκης, Κακριδής) αρπάχτηκαν από το χωριό, 200.000 οκάδες (260 τόνοι) σιτηρών, 80.000 οκάδες (100 τόνοι) λάδι, 40.000 οκάδες (50 τόνοι) γεώμηλα, 8.000 οκάδες (10 τόνοι) τυρί, 20.000 αιγοπρόβατα, 220 μεταγωγικά ζώα, 85 βόδια, εκτός από τα προικιά, τα εργαλεία, τα έπιπλα και οι οικοσκευές. Για να το περιγράψουμε αλλοιώς, μόνο οι καρποί αυτοί, ισοδυναμούσαν με το φορτίο 150 μεγάλων φορτηγών αυτοκινήτων της εποχής (των τριών τόνων) ή με το αντίστοιχο 5.000 μεταγωγικών ζώων.
Η τελική καταστροφή του μεγάλου χωριού δεν ήταν παρά το επιστέγασμα μιας συνεχούς πίεσης και ληστείας πειρατικού τύπου που διέπρατε η Νέα Τάξη των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων σε βάρος των Aνωγειανών κτηνοτρόφων. Δεν ήταν μόνο τα άψυχα ο στόχος. Οι ίδιοι οι άνθρωποι του χωριού όφειλαν να υποταχθούν, να μάθουν να δουλεύουν στους κατακτητές και στους ντόποιους «εργολάβους» συνεργάτες τους ως δούλοι, ως υποζύγια, ως υποταγμένοι χωρίς πρόσωπο, χωρίς φρόνημα. Πεντακόσιους ανωγειανούς ζήτησαν αρχικά οι κατακτητές να δουλέψουν στις «αγγαρείες». Όταν δεν κατάφεραν να τους βάλουν στο χέρι το μείωσαν σε 250. Ούτε τόσοι πήγαν. Η άρνηση στον κατακτητή ήταν ύβρις θανατηφόρα εκείνο τον καιρό που ο ρατσισμός είχε χωρίσει τον κόσμο σε αφέντες και σε τίποτα. Συλλήψεις, ομηρίες, εκτοπίσεις στη Γερμανία –που κατέληγαν στο βυθό του Αιγαίου, στα γνωστά ναυάγια-, φυλακίσεις, εκτελέσεις –όπου τους εύρισκαν, στο Ρέθυμνο συνήθως- ήταν η απάντηση. Εκατόν δεκαεφτά ανωγειανοί (στοιχεία νομαρχίας) θανατώθηκαν σε τούτο το παιχνίδι κυριαρχίας και υποταγής, το 3% του πληθυσμού του χωριού, 1% για κάθε χρόνο κατοχής, ήταν ο φόρος του αίματος. Θα ήταν ίσως βαρύτερος εάν το γερμανικό σχέδιο για σύλληψη ομήρων -80 με 100 άτομα- από το χωριό δεν τέλειωνε άδοξα στη μάχη που έδωσε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ στο Σφακάκι.
Τι πλήρωσαν τα Ανώγεια με το αίμα των κατοίκων τους και με το βιός τους; Πλήρωσαν την τόλμη του να διαφεντεύουν από τον κατακτητή και τον ναζισμό το χωριό και το βουνό τους. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Κρήτης ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν Γερμανοί στον Ψηλορείτη. Δεκάδες Ανωγειανή πήραν μέρος στην Αντίσταση, πολλοί ως ένοπλοι αντάρτες. Ενοχλητική κατάσταση για έναν τόπο που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της μάχης στο σύνορο της γερμανικής κυριαρχίας και όπου βρίσκονταν εγκατεστημένοι 30 ως 50.000 Γερμανοϊταλοί στρατιώτες.
Ο αγώνας των Ανωγειανών
Τα Ανώγεια τον καιρό της Κατοχής, του ναζισμού και της κατάκτησης, τίμησαν την παράδοση των αγώνων για την λεφτεριά και την αξιοπρέπεια. Αγώνων που δοκιμάζουν τους λαούς, τους μικρούς λαούς ιδιαίτερα, εκείνους που ο ιμπεριαλισμός τους θέλει απλά παιχνίδια – πιόνια στα σχέδιά του. Από ετούτες τις απόμερες πλαγιές του Ψηλορείτη, βρήκαν τον τρόπο να συνταχθούν με το μεγάλο πανευρωπαϊκό κίνημα της Αντίστασης ενάντια στον ναζισμό, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο, την κατάκτηση, την υποδούλωση, την εξαθλίωση, τον εξανδραποδισμό. Δεν συνθηκολόγησαν, δεν παραδόθηκαν, δεν πίστεψαν ούτε τις υποσχέσεις του Πασσαδάκη και των Ελλήνων ναζί, ούτε τα «φιλικά ανοίγματα» των κατακτητών. Δεν έδωσαν τα ζώα τους, δεν έδωσαν τον καρπό τους, δεν έδωσαν τους ανθρώπους τους να δουλεύουν μεροφάϊ στα οχυρά και στα αεροδρόμια του Άξονα. Και μαζί με τους πολλούς, μαζί με τους λαούς της Ευρώπης και –ιδιαίτερα- της Σοβιετικής Ένωσης πρόσθεσαν το δικό τους λιθαράκι στο τεράστιο αγώνα που τελικά έπνιξε το ναζιστικό θεριό, το εξόντωσε, το έβγαλε από το χάρτη του κόσμου.
Έτσι, οι ανωγειανοί έγιναν πλούσιοι. Μοιράστηκαν με τους λαούς που αγωνίστηκαν και που αγωνίζονται τις μεγάλες αξίες του κόσμου. Τις αξίες του δίκηου, του πολιτισμού, τις αξίες της ειρήνης, της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων. Μοιράστηκαν το όραμα ενός μέλλοντος χωρίς αδικίες, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς θανατηφόρους ανταγωνισμούς μονοπωλίων και συνακόλουθων ιμπεριαλισμών, χωρίς αίματα, πολέμους, αγριότητες. Είναι το μεγάλο όραμα αυτού που λαοί επιθυμούν, αυτού που οι αγώνες τους κάποτε θα φέρουν.
Η λεβεντιά έχει τίμημα βαρύ, το γνώριζαν αυτό στα Ανώγεια. Το πλήρωσαν με θάρρος και αξιοπρέπεια, το πλήρωσαν με την συνθέμελη καταστροφή των σπιτιών τους, με τον θάνατο των δικών τους ανθρώπων.
Δικαιώθηκε ο αγώνας τους, θα ρωτήσει εύλογα κανείς; Το όραμα του αυριανού κόσμου το είδαν, ήρθε αυτός ο κόσμος; Ζούμε σήμερα σε αυτόν; Όχι βέβαια! Πίσω από τον ναζισμό και τα έργα του βρίσκεται η αδικία, η ανισότητα, η απάνθρωπη κατανομή των αγαθών ετούτου του κόσμου. Οι λίγοι μαζεύουν τα πολλά, για τους πολλούς απομένουν τα λίγα. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιώτεροι, οι φτωχοί κάθε μέρα και πληθαίνουν. Και όταν φουντώνει η αντίσταση, η πάλη των λαών ενάντια σε τούτη την αδικία, τότε επιστρατεύονται τέρατα, μηχανισμοί πολέμου και θανάτου, ο ναζισμός ανάμεσά τους. Δεν μιλάω για το 1944, για το σήμερα μιλώ επίσης.
Και επειδή το σήμερα έχει στοιχεία από το χθές, βλέπουμε, όχι μόνο να μη δικαιώνεται, επίσημα, ο τότε αγώνας των λαών, των κατοίκων των Ανωγείων ανάμεσά τους, αλλά αντίθετα να στιγματίζεται, να λοιδωρείται, να συκοφαντείται, να διαστρεβλώνεται. Γιατί τι άλλο ήταν ετούτη η περίφημη υπόθεση του κου Ρίχτερ που απασχόλησε –πολύ σοβαρά τον γερμανικό τύπο- και που έδειξε το μέγεθος της επίθεσης που δέχονται οι αγώνες των λαών και στο επίπεδο της «επιστημονικής» -τρομάρα μας- ιστορίας. Ο «αναθεωρητισμός» που σήμερα επελαύνει στην ιστορική γραφή έχει στόχο να γυρίσει την αλήθεια αλλιώς, να δικαιωθούν οι δήμιοι και να καταδικαστούν, στο πυρ το εξώτερο τα θύματά τους. Εγκλήματα πολέμου, βλέπετε, στη νέα αυτή σχολή, έκαναν οι Κρήτες, οι αντάρτες, η Αντίσταση και όλα αυτά απέναντι στους γεμάτους «ιπποτισμό» στρατιώτες του ναζισμού. Ας είναι καλά ο λαός της Κρήτης που στάθηκε άξιος υπερασπιστής της ηρωϊκής του ιστορίας την ώρα που Πανεπιστήμια και σοφοί –στο όνομα του ευρωπαϊκού ιδεώδους- έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
Και αν θέλετε, πέρα από την προάσπιση της ιστορίας, υπάρχει και το επόμενο βήμα αναγνώρισης και δικαίωσης. Πότε θα αναγνωρίσουν οι Γερμανοί το κακό που έκαναν; Πότε θα αποζημιώσουν τους μαρτυρικούς τόπους, τους δήμους και τις κοινότητες, τους ανθρώπους που θανάτωσαν και έκαψαν οι στρατοί τους. Πότε έμπρακτα –και όχι στα ανέξοδα λόγια- η Γερμανία θα στιγματίσει το ναζιστικό της καθεστώς; Φυσικά και να υπάρξει συμφιλίωση μεταξύ των χωρών, όπως απαντούν οι Γερμανοί επίσημοι και τα ιδρύματά τους. Η συμφιλίωση όμως αυτή να μην σημαίνει αθώωση του ναζισμού, να μην σημαίνει ότι ξεχνούμε τα εγκλήματα, ότι φέρνουμε στα ίσα θύματα και θύτες. Η συμφιλίωση δεν μπορεί να σημαίνει ότι εμείς απαρνούμαστε την ιστορία μας, τους αγώνες μας, ενώ ταυτόχρονα η Γερμανία, μετατρέπει τα εγκλήματα των δικών της στρατιωτών σε απλά πταίσματα, άντε παραβάσεις.
Κάθε φορά που θυμούμαστε, εδώ στα Ανώγεια, και όπου αλλού έγραψαν σελίδες τιμής και αγώνα οι λαοί, να θυμόμαστε τις διαφορές, να θυμόμαστε τα οράματα, να θυμόμαστε αυτήν την αίσθηση της ελευθερίας και του δίκηου που πολλοί, μα πάρα πολλοί στον σημερινό κόσμο θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε. Γιατί το αύριο που είδαν τότε οι αγωνιστές της λευτεριάς, δεν έχει έρθει ακόμα. Και μας περιμένουν αγώνες, και μας περιμένουν θυσίες και, στο βάθος, πάντοτε διακρίνουμε έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο που να είναι αντάξιος των ανθρώπων που τον κατοικούν και τον δουλεύουν.
Τα Ανώγεια των λαϊκών αγώνων και της λευτεριάς, θα είναι, είμαι σίγουρος, από τα πρώτα μέρη που θα διαβούν το κατώφλι ετούτου του νέου κόσμου.
- Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Επί 20 χρόνια δίδαξε ως καθηγητής Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του στη χθεσινή εκδήλωση στα Ανώγεια με αφορμή τη συμπλήρωση 72 χρόνων από το Ολοκαύτωμα. πηγή: candianews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου