Ο Νικόλαος Χαράλαμπου Ρουκουνάκης, με καταγωγή από τα
Ακούμια Ρεθύμνου, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μαράκη από το Χάρακα Μονοφατσίου
και κατοίκησε στο χωριό Χάρακας. Το επάγγελμά του ήταν γιατρός, χειρούργος
γυναικολόγος.[1] Με την Αικατερίνη
απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Τον Άγγελο, (1907), το Γιώργο, (1909), το Δημήτριο,
(1911) και τον Αριστείδη, (1915). Η
γυναίκα του Νικολάου Ρουκουνάκη πεθαίνει και έρχεται σε δεύτερο γάμο με την
Αθηνά από τον Άγιο Μύρωνα. Αποκτά ένα ακόμη γιο, τον Ιωάννη, (1921).[2] Ο Άγγελος υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία
ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Άγγελος
δεν επιστρατεύτηκε, ως πρώτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Τα τρία του αδέλφια
Γιώργος, Δημήτρης και Αριστείδης, πήραν μέρος πολεμώντας στα βουνά της Αλβανίας
τους Ιταλούς. Οι αιτήσεις του προς την Ελληνική Κυβέρνηση, να επιστρατευτεί ως
εθελοντής και να πολεμήσει, δεν έγιναν δεκτές. Τα αδέλφια του Γιώργος, (έμπορος),
Δημήτρης, (ανθυπίατρος, παθολόγος), και Αριστείδης, (υπάλληλος Τραπέζης),
επέστρεψαν από το μέτωπο με τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Ο Άγγελος υπηρετούσε
ως Διευθυντής στο Ταχυδρομικό Γραφείο της Χώρας Σφακίων, (Τ.Τ.Τ.). Στις 20
Μαΐου 1941, ξεκίνησε η μάχη της Κρήτης. Ο Άγγελος Ρουκουνάκης εγκαταλείπει τη
θέση του στα Σφακιά και πολεμά τους αλεξιπτωτιστές στα Χανιά, στην περιοχή του
Γαλατά. Από έναν αλεξιπτωτιστή που σκοτώνει, παίρνει ένα μικρό ξιφίδιο, μέρος
του εξοπλισμού του. Την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Κρήτης από
τους Γερμανούς, επιστρέφει στη Χώρα Σφακίων, στα δημοσιοϋπαλληλικά του καθήκοντα.
Ένας μεγάλος αριθμός Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών
κατευθύνονται και καταφτάνουν στην επαρχία Σφακίων με σκοπό τη διαφυγή τους στη
Μέση Ανατολή. Οι Σφακιανοί τους περιθάλπουν, τους φροντίζουν και τους βοηθούν
με όλα τα μέσα που διαθέτουν, ως την αποχώρησή τους. Ο Άγγελος Ρουκουνάκης
πρωτοστατεί. Το Σεπτέμβρη του 1941, γερμανικός στρατός από 2000 στρατιώτες,
κατακλύζει την Επαρχία Σφακίων. Σκοπός τους, η τιμωρία των κατοίκων, για την
αρωγή που επέδειξαν προς τους συμμάχους μετά τη μάχη της Κρήτης. Σύστησαν
αμέσως στρατοδικείο. Το στρατοδικείο στεγάστηκε στο σπίτι του Ανδρέα Βουρδουμπά
στη Χώρα Σφακίων. Οι βάρβαροι γερμανοί δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο αθώους
πολίτες. Τους καταδίκους έκλειναν στο σπίτι του Νικολάου Μανουσογιάννη που
βρίσκονταν δίπλα στου Βουρδουμπά. Απ’εκεί, τους οδηγούσαν στα ερείπια παλιού
φρουρίου, που δέσποζε πάνω από τη Χώρα Σφακίων, και τους εκτελούσαν. Ο Άγγελος
Ρουκουνάκης κλήθηκε πρώτος για ανάκριση αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Κλήθηκε όμως
για δεύτερη φορά σε ανάκριση και το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο.
Υπήρχε μαρτυρία ότι είχε πολεμήσει τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές, και ότι
βοήθησε στη διαφυγή των συμμάχων. Οι γερμανοί, από 1 ως 7 Σεπτεμβρίου 1941,
εκτέλεσαν 26 άντρες. Όλοι οδηγήθηκαν και
εκτελέστηκαν στο παλιό φρούριο, νοτιοανατολικά της Χώρας Σφακίων. Ο μόνος που
δεν εκτελέστηκε στο φρούριο, ήταν ο Άγγελος Ρουκουνάκης. Ενώ τον οδηγούσαν από
το Ταχυδρομικό γραφείο στον τόπο της εκτέλεσης, κατάφερε και λύθηκε. Έστρεψε το βλέμμα του για λίγο στους δημίους
του και απομακρύνθηκε τρέχοντας, διανύοντας λίγες δεκάδες μέτρα. Οι σφαίρες των
κατακτητών πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Το σώμα του λύγισε και βρέθηκε στο
πλακόστρωτο της Χώρας Σφακίων. Ένα αυλάκι από αίμα σύρθηκε στις πλάκες. Το
παλικάρι από το Χάρακα Μονοφατσίου, ο Άγγελος Ρουκουνάκης, έπεσε για την
πατρίδα χτυπημένος πισώπλατα. Το ημερολόγιο έδειχνε Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 1941.[3] Μεταφέρθηκε
από τους υπόλοιπους μελλοθάνατους στο φρούριο και πετάχτηκε στο γκρεμό που
έπεφταν νεκροί και οι υπόλοιποι Σφακιανοί.
απόσπασμα από την ομιλία στο συνέδριο για τα Αστερούσια του:
Γεώργιου Α. Καλογεράκη
Διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου,
υποψ. Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Χώρα Σφακίων, η σύλληψη των 26 πατριωτών και η
εκτέλεση του Άγγελου Νικολάου Ρουκουνάκη
Τη Δευτέρα 1
Σεπτεμβρίου 1941, με διαταγή του νέου Διοικητή Κρήτης στρατηγού Αντρέ, φτάνουν
στα Σφακιά 2000 γερμανοί στρατιώτες. Αποστολή τους η σύλληψη και τιμωρία όλων
εκείνων που βοήθησαν τους συμμάχους και η αναζήτηση εκείνων που κρύβονται στα
ορεινά της επαρχίας Σφακίων. Συστήνουν στρατοδικείο με διερμηνέα έναν Δημόπουλο.
Το στρατοδικείο στεγάζεται στο σπίτι του Ανδρέα Βουρδουμπά και αρχίζουν να δικάζουν και να καταδικάζουν.
Ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής δύναμης κατευθύνεται στην Ανώπολη με έναν
προδότη από τη Χώρα Σφακίων. Μαρτυρίες κατοίκων
Τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου
1941, με διαταγή του νέου Διοικητή Κρήτης στρατηγού Αντρέ, φτάνουν στα Σφακιά
2000 γερμανοί στρατιώτες. Αποστολή τους η σύλληψη και τιμωρία όλων εκείνων που
βοήθησαν τους συμμάχους και η αναζήτηση εκείνων που κρύβονται στα ορεινά της
επαρχίας Σφακίων. Συστήνουν στρατοδικείο με διερμηνέα έναν Δημόπουλο. Το
στρατοδικείο στεγάζεται στο σπίτι του Ανδρέα Βουρδουμπά και αρχίζουν να δικάζουν και να καταδικάζουν.
Ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής δύναμης κατευθύνεται στην Ανώπολη με έναν
προδότη από τη Χώρα Σφακίων. Μαρτυρίες κατοίκων αναφέρουν ότι οι γερμανοί
έφτασαν στα Σφακιά έχοντας στα χέρια τους κατάλογο με τα ονόματα των Σφακιανών που έψαχναν. Επίταξαν το σπίτι
του Νικολάου Μανουσογιάννη που βρίσκονταν δίπλα στου Βουρδουμπά, και το
μετέτρεψαν σε κρατητήριο. Πρώτος κλήθηκε για ανάκριση ο Άγγελος Νικολάου
Ρουκουνάκης με τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους.[11]
Μετά την ανάκριση κλείστηκε στο σπίτι του Μανουσογιάννη. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε
και πάλι στο στρατοδίκη. Μεταφέρθηκε στο Ταχυδρομείο και του ζητήθηκε να
ανοίξει το χρηματοκιβώτιο. Εκείνος αρνήθηκε. Μέσα είχε κρύψει ένα γερμανικό
ξιφίδιο. Επικαλέστηκε ότι έχει χάσει το κλειδί με το βομβαρδισμό του γραφείου,
το Μάιο του 1941. Οι γερμανοί τον οδήγησαν και πάλι στο στρατοδίκη. Καταδικάστηκε
σε θάνατο. Μετά την εκταφή του, το κλειδί του χρηματοκιβωτίου βρέθηκε ραμμένο
σε μια εσωτερική τσέπη του παντελονιού του. Συνολικά, από Δευτέρα 1 ως Κυριακή
7 Σεπτεμβρίου 1941, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με
την κατηγορία «αρωγής στον εχθρό», 26 πατριώτες. Τρεις από τη Χώρα Σφακίων, δύο από τους
Κομητάδες, δύο από την Αγία Ρούμελη, ένας από το Λειβαδά Σελίνου, ένας από τα
Ποτιστήρια Κυδωνίας, ένας από το
Βαρύπετρο Κυδωνίας, ένας από τη Σούγια Σελίνου, δεκατέσσερις από την Ανώπολη
και ο Άγγελος Ρουκουνάκης από το Χάρακα Μονοφατσίου.
1. Ιωσήφ Γ. Δουρουντάκης, Χώρα Σφακίων
(Γιαχουντής)
2. Ιωάννης Νικ. Φουντουλάκης, Κομητάδες
3. Δημήτριος Θ. Γιουκάκης, Μουρί Σφακίων-Κομητάδες
4. Γεώργιος Ν. Δουρουντάκης Χώρα Σφακίων
5.
Άγγελος Νικ. Ρουκουνάκης, Χάρακας Μονοφατσίου
6. Στυλιανός Νικ. Κουμακάκης, Λειβαδάς Σελίνου
7. Γεώργιος Ιωσήφ Τζάτζιμος, Αγία Ρούμελη
8. Εμμανουήλ Γ. Τζάτζιμος, Αγία Ρούμελη
9. Ανδρέας Κρητικός, Ποτηστήρια Κυδωνίας,
πρόσφυγας
10. Γεώργιος Μιχ. Καντουνάτος, Λειβανιανά-Ανώπολη
11. Ιωάννης Μιχ. Κουφάκης, Βαρύπετρο Κυδωνίας
12. Γεώργιος Νικ. Κατσιάς, Χώρα Σφακίων
13. Ανδρέας Νικ. Αθητάκης, Ανώπολη
14. Ανδρέας Ν. Ζαχαριάς, Ανώπολη
15. Γεώργιος Μαν. Κοντορίνης, Ανώπολη
16. Γρηγόριος Μιχ. Αθητάκης, Ανώπολη
17. Νικόλαος Ανδρ. Γλυμένος, Ανώπολη
18. Εμμανουήλ Ανδρ. Σαβιολής, Ανώπολη
19. Στυλιανός Ιωάννου Μαυριγιάννης, Ανώπολη
20. Στυλιανός Ιωάννου Σαβιολής, Ανώπολη
21. Νικόλαος Δημ. Παπαδερός, Ανώπολη
22. Ιωάννης Γεωργίου Κριαράς, Ανώπολη
23. Γεώργιος Γεωργίου Κριαράς, Ανώπολη
24. Νικόλαος Ιωάννου Αθητάκης, Ανώπολη
25. Σπυρίδωνας Δημητρίου Παπαδερός, Ανώπολη
26. Γεώργιος Ιωάννου Μετοχαράκης, Σούγια
Η εκτέλεση και η ταφή των πατριωτών
Οι 26 μελλοθάνατοι
στήνονταν έξω από το φρούριο της Χώρας Σφακίων, στην άκρη ενός γκρεμού, δίπλα
από ένα βράχο δύο μέτρων στο ύψος. Εκεί οδηγούνταν από τους γερμανούς δυο-δυο,
τρεις-τρεις, όλη τη βδομάδα από 1 ως 7 Σεπτεμβρίου 1941. Κάτω από το γκρεμό, οι
βράχοι δημιουργούσαν ένα φυσικό κοίλωμα που έπεφταν οι σκοτωμένοι. Η θάλασσα
ανοίγονταν μπροστά. Τα πολυβόλα κροτάλιζαν και οι νεκροί κατρακυλούσαν ο ένας
πάνω στον άλλο, στο κοίλωμα του γκρεμού. Ο μόνος που δεν εκτελέστηκε στο βράχο,
ήταν ο Άγγελος Ρουκουνάκης. Δολοφονήθηκε πισώπλατα, έξω από το Ταχυδρομικό Γραφείο,
όταν προσπάθησε να διαφύγει. Η σωρός του μεταφέρθηκε μαζί με των άλλων
εκτελεσμένων. Ο Γεώργιος Δουρουντάκης του Νικολάου, όταν στήθηκε στην άκρη του
γκρεμού για να εκτελεστεί, έτρεξε προς τη θάλασσα. Λίγο πριν προλάβει να πέσει
στο νερό και να σωθεί, δολοφονήθηκε κι αυτός πισώπλατα. Οι γερμανοί, για να αποφύγουν
άλλη απόπειρα δραπέτευσης προς τη θάλασσα, επίταξαν μια βάρκα με βαρκάρη ένα δεκαπεντάχρονο
παιδί, το Γιάννη Τζαρδή. Μέσα στη βάρκα επιβιβάζονταν κάθε μέρα δύο οπλισμένοι
γερμανοί και ο Τζαρδής την οδηγούσε
απέναντι από το σημείο της εκτέλεσης. Οι νεκροί παρέμειναν άταφοι όλη την
εβδομάδα. Όταν τελείωσαν οι εκτελέσεις,
επειδή δεν υπήρχε χώμα, οι γερμανοί με δυναμίτη προσπάθησαν να ανατινάξουν
μέρος του γκρεμού για να σκεπαστούν τα θύματα. Δεν τα κατάφεραν.[12]
Κατόπιν τους περιέλουσαν με πετρέλαιο και τους έβαλαν φωτιά. Ούτε αυτό είχε
επιτυχία. Διέταξαν ύστερα τους κατοίκους και μετέφεραν χώμα, από άλλα σημεία
της Χώρας Σφακίων, και τους σκέπασαν. Απαγόρευσαν ακόμη στους ιερείς να
τελέσουν τη λειτουργία της ταφής.[13]
«…εκεί τα πτώματα όλα έμεναν συσσωρευμένα
όλην την εβδομάδα μέχρι του Σαββάτου που κατέπαυσαν αι εκτελέσεις ότε κατ’εντολήν
του προέδρου του στρατοδικείου έπρεπε να ταφούν, ή δια να είμεθα ακριβέστεροι
να σκεπασθούν με χώμα, διότι ταφή νεκρού υπονοεί την συμμετοχήν της εκκλησίας
και την τέλεσιν όλων εκείνων που επί του προκειμένου προβλέπει η εκκλησία μας.
Δεδομένου λοιπόν ότι στον τόπον εκείνον δεν
υπήρχε χώμα, οι γερμανοί στρατιώται δια να σκεπάσουν τους νεκρούς επεχείρησαν
με χειροβομβίδες να ανοίξουν λάκκους δια να σκεπασθούν τα πτώματα. Επειδή όμως
στην προσπάθειά των αυτήν απέτυχον, μετεχειρίσθησαν τότε πετρέλαιον δια να τους
καύσουν. Επειδή όμως το πετρέλαιον φιλανθρωπότερον απ’αυτούς εσεβάσθη τους
νεκρούς, ηναγκάσθησαν να προσφύγουν σε αγγαρείαν των εντοπίων προς επιτυχίαν
του επιδιωκόμενου σκοπού. Και πράγματι η αγγαρεία αυτή επέτυχε μεταφέρουσα χώμα
από τα πέριξ να καλύψη προχείρως τους νεκρούς…»[14]
Μετά την αποχώρηση
των γερμανών από το Λασίθι, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο και τη σύμτυξή τους στην
«Οχυρά Θέση Χανίων» τον Οκτώβριο του 1944, οι συγγενείς των σκοτωμένων
τοποθέτησαν ένα ξύλινο μεγάλο σταυρό στο σημείο της εκτέλεσης. Στις 21
Οκτωβρίου 1945, τελέστηκε το πρώτο μνημόσυνο των 26 θυμάτων.[15]
Λίγα χρόνια
αργότερα, με την οικονομική βοήθεια των Σφακιανών της Αμερικής, στήθηκε ένα μνημείο
δίπλα στον κεντρικό δρόμο, και μεταφέρθηκαν εκεί τα οστά των παλικαριών.
…ο πατέρας μου ο
Γιώργης Δουρουντάκης του Νικολάου εκτελέστηκε από τσι Γερμανούς τη 1η του Σεπτέμβρη το 1941. Εσκοτώσανε και
το Διευθυντή του Ταχυδρομείου , ένα παλικάρι από το Ηράκλειο, τόνε λέγανε
Άγγελο. Τον Άγγελο και τον πατέρα μου τσι σκοτώσανε με τον ίδιο τρόπο. Ο
πατέρας μου στο κάστρο επήγε να φύγει, προσπάθησε κι έτρεξε αλλά οι βάρβαροι τόνε
σκοτώσανε πισώπλατα. Το ίδιο έκανε και ο Διευθυντής του Ταχυδρομείου. Όταν τον
οδηγούσανε από το κτήριο του Ταχυδρομείου στο κάστρο, αυτός ελύθηκε, και έτρεξε.
Και τόνε πυροβολήσανε οι Γερμανοί πισλώπλατα. Ο δάσκαλος του χωριού, αργότερα
που φύγανε οι Γερμανοί κι εκάναμε το πρώτο μνημόσυνο στο κάστρο, μας έμαθε ένα
ποίημα. Ο ίδιος το έγραψε. Θυμούμαι τα
πρώτα του λόγια στη αρχή :
Ξυπνήσετε αθάνατοι ήρωες δοξασμένοι
να δείτε την πατρίδα μας την ελευθερωμένη.
Δείτε τη γαλανόλευκη γλυκά που κυματάει
σε πέλαγο και σε στεριά τη νίκη συμβολάει.
Ξυπνήσετε αθάνατοι ξυπνάτε μη κοιμάστε
εκεί που σκοτωθήκατε είπατε δε θυμάστε ;[16]
……………………………………………………………….
…οι Άγγλοι οπισθοχωρούσανε
από τα Χανιά και ερχόντανε εδώ στα Σφακιά να περιμένουνε πλοία για να φύγουνε.
Πολλοί είχανε καταφύγει στην Ανώπολη. Πολλοί ήταν κι εδώ στη Χώρα Σφακίων. Στο
Ταχυδρομείο ήταν Διευθυντής ένας από το Ηράκλειο, Άγγελος Ρουκουνάκης. Υπήρχανε
δυο υπάλληλοι στο γραφείο και άλλοι διανομείς. Οι υπάλληλοι ήταν ο Στέλιος
Σπυριδάκης από τη Χώρα Σφακίων και ο Γιώργης Φουντουλάκης από στσι
Κομητάδες. Το Σεπτέμβριο που ήρθανε οι
Γερμανοί στα Σφακιά επροδοθήκανε ότι υποθάλπτανε τσ’Εγγλέζους. Οι Γερμανοί τσι
συλλάβανε. Το Διευθυντή και τσι δυο υπαλλήλους. Αρχίσανε την ανάκριση. Τους
είχανε κλεισμένους στο υπόγειο του σπιθιού του Ανδρέα Βουρδουμπά. Για τσι δυο
υπαλλήλους δεν εβρήκανε τίποτα, κάποια κατηγορία και τσ’ αφήσανε. Του Διευθυντή
του ζητούσανε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου του Ταχυδρομικού Γραφείου. Αυτός
δεν το’διδε. Μάθαμε μετά ότι μέσα στο χρηματοκιβώτιο είχε ένα γερμανικό ξιφίδιο
ενός γερμανού αλεξιπτωτιστή που είχε σκοτώσει στη μάχη της Κρήτης. Το Γερμανικό
στρατοδικείο τόνε δίκασε σε θάνατο. Δεμένο τον οδηγούσανε στο φρούριο στο λόφο.
Εκατάφερε όμως και λύθηκε και έσπασε απάνω στο χωριό να ξεφύγει. Τόνε
πυροβολήσανε και ο Ρουκουνάκης εσκοτώθηκε σ’ένα σοκάκι τω Σφακιώ. Απάνω στο
κάστρο στο λόφο επροσπάθησε να ξεφύγει και ο Γεώργιος Δουρουντάκης. Έφτασε
κοντά στη θάλασσα. Αν ήθελα μπει στη θάλασσα εμπόριε να σωθεί. Τόνε
πυροβολήσανε κι αυτόν οι Γερμανοί και τόνε σκοτώσανε. Επήγανε μετά δυο Γερμανοί
κι επήρανε ένα παιδί, δεκαπέντε χρονώ, το Γιάννη Τζαρδή, με τη βάρκα του.
Εμπήκανε στη βάρκα και πήγανε απέναντι από το λόφο. Και προσέχανε μη φύγει
κανείς άλλος. Αν έφευγε κανείς προς τη θάλασσα θα τόνε σκοτώνανε. Εκεί μείνανε
οι Γερμανοί με το Τζαρδή μέχρι που ετελειώσανε οι εκτελέσεις.
Μετά που αποσυρθήκανε
οι Γερμανοί στα Χανιά, τον Οκτώβρη του 1944, οι Σφακιανοί εκάνανε την εκταφή
των ανθρώπων τους και εφτιάξανε ένα μνημείο εκεί που βρίσκεται τώρα. Εμαζέψανε
τα κόκκαλα των νεκρών και τα συγκεντρώσανε στο μνημείο. Ένας ταχυδρομικός
διανομέας, ο Γιώργης Δαμανάκης, εγνώρισε τα ρούχα του διευθυντή του Άγγελου
Ρουκουνάκη. Εβρήκε στο παντελόνι του ραμμένο το κλειδί του χρηματοκιβωτίου.
Εκείνο που του γυρεύγανε οι Γερμανοί, ο Ροκουνάκης το’χε ράψει σε μια εσωτερική
τσέπη του παντελονιού του. Ο Δαμανάκης το πήρε. Επήγε στο γραφείο και το έβαλε
στο χρηματοκιβώτιο. Κι αυτό άνοιξε…[17]
……………………………………………………..
…ο πατέρας μου είχε πάει στη Μεσσαρά να φέρει
κριθάρι.[18]
Οι γερμανοί είχανε ’ρθει στη Χώρα Σφακίω και ο πατέρας μου δεν το’ξερε. Γυρίζοντας
ήτονε απαγορευμένη ζώνη τα Σφακιά, και τόνε πιάσανε στο χωριό με το μουλάρι
φορτωμένο κριθάρι. Εβάλασί τονε μαζί με τσ’άλλους άντρες που’χανε πιασμένους.
Όλους τσι πηγαίνανε στο παλιό ιατρεία και τσ’εκτελούσανε. Ο πατέρας μου ήτονε ζωηρός άντρας. Όταν τόνε
στέσανε για εκτέλεση, έφυγε προς τη θάλασσα. Τόνε πυροβολήσανε όμως και τόνε
σκοτώσανε. Για να μη φύγει κανείς άλλος προς τη θάλασσα, εδιατάξανε οι γερμανοί
έναν νεαρό, το Γιάννη Τζαρδή και πήρε μια βάρκα και εστάθηκε απέναντι από το
φρούριο. Μέσα στη βάρκα εμπήκε ένας γερμανός με το όπλο. Να μη φύγει κανείς
όπως τον πατέρα μου. Μετά εβάλανε βόμβες να κάψουνε τσι σκοτωμένους. Εβούισε το
χωριό από τη δύναμη που’χανε οι μπόμπες. Επροσπαθήσανε να τσι κάψουνε αλλά δεν
τα καταφέρανε. Στη κορφή του κάστρου δεν ήτανε χώμα και δεν εμπορούσανε να τσι
σκεπάσουνε. Το κάμανε αυτό δα ύστερα οι γυναίκες του χωριού. Τσι θάψανε όλους
μαζί. Και στέσανε και ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό. Η μάνα μου η Ευαγγελία
Τσιριντάνη, με πέντε παιδιά, επέθανε από τον καημό της και μας άφησε ορφανά…[19]
……………………………………………………….
…οι γερμανοί στην Ανώπολη ήρθανε από το
Ροδάκινο. Είχανε ρίξει πρώτα προκηρύξεις τα αεροπλάνα ντως και ελέγανε οι προκηρύξεις ότι μη φοβηθείτε Έλληνες γιατί τα γερμανικά
στρατεύματα θα κάνουνε ασκήσεις στα μέρη σας. Γύρω γύρω στο χωριό εστέσανε
πολυβόλα. Εγώ ήμουνε βοσκός και μας εδώσανε πάσο να μπαινοβγαίνομε στο χωριό.
Σε τρεις μέρες μας τα πήρανε τα πάσα και μας εκλείσανε στο χωριό όλους τσι
κατοίκους. Μας επήγανε ένα ένα όλους τσι άντρες του χωριού στον Αη Γιώργη στην
πλατεία. Μας ανακρίνανε όλους και μας ερωτούσανε το ίδιο πράμα. Αν κρύβουμε
Εγγλέζους ή αν είδαμε Εγγλέζους να κρύβονται. Εγώ είχα δει αλλά δεν το’πα. Μετά
τη Μάχη της Κρήτης οι Άγγλοι από τα Σφακιά με τα καράβια που’ρθανε, επήρανε τσι
δικούς τους, αλλά αφήσανε πολλούς άλλους και ετριγυρίζανε στα χωριά μας. Κι εδώ
στην Ανώπολη, στα δάση μας, ήτανε πολλοί. Αυτούς εμείς τους προσέχαμε και τους ταΐζαμε
μέχρι να δούμε ήντα θα γίνουνε. Μας ανακρίνανε οι Γερμανοί και εθέλανε να μάθουνε
για τσ’Εγγλέζους. Ο Πρόεδρος του χωριού, ο Γιάννης Κοντορίνης του Νικολάου, μας
εφώναζε «Καλλιά τ’αρνί παρά το ρίφι». Δηλαδή το αρνί και να το χτυπήσεις δε
φωνάζει ενώ το ρίφι φωνάζει. Δηλαδή αν έχετε δει τίποτα μη μιλήσετε. Εστέσανε
το στρατηγείο της ανάκρισης κάτω στο χωριό με τρεις αξιωματικούς. Επήρανε και
τρεις χωριανούς, και σε ένα πίσω μέρος που τους πήγανε, εκάνανε μια εικονική
εκτέλεση. Εμείς ακούσαμε τσι
πυροβολισμούς και λέγαμε τσι σκοτώσανε, αλλά η εκτέλεση ήτανε εικονική.
Ερευνούσανε και τα σπίτια. Στο σπίτι ενός μπάρμπα μου, του Γιώργη Φασουλάκη του
Εμμανουήλ, εβρήκανε ένα κορδόνι γερμανικού αλεξίπτωτου. Αυτό τον είχανε
διατάξει και εμαγέρευγε στσι γερμανούς τις μέρες που κάνανε στην Ανώπολη. Αυτό
μπορεί να τον έσωσε. Επήρανε κι άλλους τρεις χωριανούς και κάνανε και άλλη
εικονική εκτέλεση πίσω από την εκκλησία. Εξετρουμιστήκανε οι γυναίκες του
χωριού. Εκατεβήκανε στην πλατεία. Εφωνάζανε και βρίζανε τσι γερμανούς. Αυτοί επήρανε
τσι χωριανούς μας, σε όσους είχανε βρει ότι εβοηθήσανε τσι Άγγλους ή είχανε
βρει στα σπίτια ντως πράγματα τω γερμανώ, και τσι κατεβάσανε στη Χώρα τω Σφακιώ.
Το απόγευμα της τρίτης μέρας, που εφτάξανε στην Ανώπολη, οδηγήσανε τσι
χωριανούς μας στη Χώρα τω Σφακιώ. Πριν να τσι εκτελέσουνε, τοσε κάμανε έρευνα,
και ότι βαστούσανε, χρυσαφικά, χαρτιά τα επιστρέψανε στσι δικούς τους. Η
εκτέλεση έγινε στο κάστρο. Μόνο τον Προϊστάμενο του Ταχυδρομείου εκτελέσανε στο
δρόμο και πισώπλατα. Ήτανε Προϊστάμενος στο Ταχυδρομείο από το Ηράκλειο. Τον
είχανε δεμένο κα τόνε πηγαίνανε για εκτέλεση στο κάστρο. Αυτός ελύθηκε και επήγε να φύγει. Τόνε
σκοτώσανε στην πλατεία εκεί που είναι το Δημαρχείο μας τώρα. Εμείς όλοι οι
Ανωπολίτες, ξέρομε ότι τσι Γερμανούς στην Ανώπολη τσ’έφερε ένας προδότης. Τόνε
βλέπαμε και τον ακούγαμε. Όλη την ώρα μας έλεγε να μαρτυρήσομε
ότι ξέρομε και ότι οι Γερμανοί δεν θα μας ε πειράξουνε. Στο τέλος τον
εκτελέσανε κι αυτόν οι γερμανοί. Μέσα στσι είκοσι έξι εκτελεσμένους, οι
δεκατέσσερις ήτανε Ανωπολίτες. Θυμούμαι λίγα λόγια κι από ένα τραγούδι που
εβγάλασι μετά την εκτέλεση. Κι έλεγε :
…ένα μούγκρισμα ήτανε στσι
κάμπους γύρου γύρου
όπως και τα Χριστούγεννα που
σφάζουνε τσι χοίρους
κλαίγανε στην Ανώπολη κλαιν και
στον Αη Γιώργη
εκλαίγανε στα Μαριανά εκλαίγανε
στη Σκάλα…[20]
Η λαϊκή μούσα
Κάτω στη Χώρα των Σφακιών λαλούν τα πολυβόλα.
Μήτε σε γάμο ρίχνουνε μήτε σε πανηγύρι.
Σκοτώνουν πάλι οι βάρβαροι τα τιμημένα νειάτα
κι η ξακουσμένη Ανώπολη προσφέρει τη Θυσία.
Τους δεκαφτά λεβέντες της οι Γερμανοί
εσκοτώσαν !
Κοίτονται χάμω αξύπνητα, κορμιά σαν
κυπαρίσσια,
που σκαρφαλώναν σαν αητοί στο γέρο-
Ψηλορείτη.
κι απάνω τους ολάκαιρη μοιρολογάει η Κρήτη !
Κι ως φτάνει στην Ανώπολη το φοβερό μαντάτο
πετιούνται απ’τις αυλόπορτες οι τραγικές
γυναίκες
με τα μαλλιά τους ξέπλεχτα και τρομερή την
όψη
και μες στη στράτα χύνονται να πάνε να τους
βρούνε.
Αντιλαλούνε οι ερημιές και σκιάζονται τα
βράχια
κι οι πέρδικες στο διάβα τους αλαφιασμένες
φεύγουν.
Τα δάκρυα τρέχουνε κρουνοί και βρέχουνε τις
πέτρες.
Τα ξεσκισμένα μάγουλα βάφουν το χώμα μ’αίμα.
Οι θρήνοι και τα βογγητά σειούν των δεντρών
τα φύλλα.
Κι απ’τις πλεξούδες που μαδούν οι δύσμοιρες
γυναίκες
σκεπάζεται και στρώνεται με πένθος όλη η
στράτα.
Και όλο παν και σέρνονται και σκούζουν και
χτυπιούνται
και μες στους θρήνους γδικιωμό ζητούν και
καταριούνται ![21]
…………………………………………….
Μη κλαίτε χήρες κι ορφανά, μη κλαίτε
παντρεμένες
κι εσείς κρητικοπούλες μου, που’στε
αρραβωνιασμένες.
Μη κλαίτε τους αθάνατους, μη κλαίτε τους
μαθαίους,
μα η ψυχή τους βρίσκεται, μαζί με τους
αγγέλους.
Μη κλαίτε γιατί βρίσκονται, σε μια αθανασία
γιατί εσκοτωθήκανε, για μια ελευθερία.
Γιατί εσκοτωθήκανε, για μια ιδέα όλοι,
Κόρακα, Μάρκου Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη.
Και δείξανε στσι γερμανούς, που ο νους τους
δε μας βάνει,
πως είμαστε απόγονοι, του Δάσκαλου του
Γιάννη.
Ποιος είν’αυτός που έρχεται, με τόση
περηφάνια,
και τα βαστά στα χέρια του, τα δάφνινα
στεφάνια ;
Διαβάτης είμ’απ’τη Ροδιά, κι έρχομαι εις την Κρήτη,
να στεφανώσω τα παιδιά, του γέρο Ψηλορείτη.
Μα κι η Υποδιοίκηση, ηρωικώ Σφακίων,
σας καταθέτει στέφανα, μετά δαφνών και
κρίνων.
Να στεφανώσει τα παιδιά, αθάνατα λιοντάρια
Μακεδονία, Ήπειρο, της Κρήτης παλικάρια.
Καλύτερα στη μάνα γη, καλιά στο μαύρο χώμα,
παρά να προσκυνήσομε, τω γερμανώ το σώμα.
Στο κάτω κόσμο ’θελα βρει, ανάπαυση η ψυχή
μας
μα δε θα παραδώσομε, στο Χίτλερ τη ζωή μας.[22]
Συμπεράσματα
Την 1η
Ιουνίου 1941, η Κρήτη βρίσκονταν κάτω από διπλή κατοχή. Το νομό Λασιθίου
κατέλαβαν και κράτησαν ως το Φθινόπωρο του 1943 οι Ιταλοί, και τους νομούς
Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων οι γερμανοί. Είχαν απωλέσει ένα μεγάλο μέρος του
επίλεκτου γερμανικού στρατού, και αμέσως ξεκίνησαν αντίποινα. Εκτελέσεις στο
Σκαλάνι, στο Κοντομαρί, στον Αλικιανό, στα Φλώρια, στην Κάντανο στα Σφακιά. Με
πλοία του Βρετανικού Ναυτικού, μεταφέρθηκαν από τα λιμάνια Ηρακλείου και
Σφακίων, εκατοντάδες στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αιχμαλωτίστηκαν εφτά χιλιάδες
από τους ηρωικούς στρατιώτες της μάχης της Κρήτης. Αρκετοί περιπλανιόνταν στην
ενδοχώρα, αναζητώντας τρόπους διαφυγής. Οι κρητικοί βοήθησαν, τάισαν, έντυσαν
και έκρυψαν τους συμπολεμιστές τους Βρετανούς, Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς. Οι
γερμανοί, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, με προκηρύξεις και δημοσιεύσεις
σε φιλογερμανικές εφημερίδες, καλούσαν
τους πολίτες να καταδίδουν και να παραδίδουν τους συμμάχους. Εφάρμοσαν το
ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης, χρησιμοποίησαν καταδότες και
δοσίλογους, και έφτασαν την 1η Σεπτεμβρίου 1941 στα Σφακιά.
Εκτέλεσαν, περνώντας από εικονικές δίκες και στρατοδικείο, 26 πατριώτες από την
επαρχία Σφακίων με την κατηγορία της εχθρικής στάσης προς το στρατό κατοχής.
Μεταξύ των θυμάτων, ο Άγγελος Νικολάου Ρουκουνάκης από το Χάρακα Μονοφατσίου. Υπηρετούσε
ως Προϊστάμενος στο Ταχυδρομικό Γραφείο της Χώρας Σφακίων.
Η βία, η τρομοκρατία,
ο πειθαναγκασμός και η καταβαράθρωση του ηθικού των Κρητών, ήταν απαραίτητοι
παράγοντες για την εγκαθίδρυση των κατακτητών στο νησί. Επιτάξεις,
καταναγκαστική εργασία, μεταφορά κρητικών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και
εργασίας, φορολογία εισοδημάτων, πείνα, εξαθλίωση, παιδική θνησιμότητα, σχολική
διαρροή, καταστροφές υποδομών ήταν η καθημερινότητα των Κρητικών.
Οι βάρβαρες
εκτελέσεις αμάχων, γυναικών, ηλικιωμένων και παιδιών, ήταν ένα από τα εργαλεία της γερμανικής προπαγάνδας
και ιδεολογίας. Όμως, παρά τα εγκλήματα
και τις δολοφονίες, κατάφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι κρητικοί οργανώθηκαν
σε ένοπλες αντιστασιακές ομάδες και πολέμησαν τους κατακτητές, ως την τελευταία
ημέρα της αποχώρησής τους από την Κρήτη.
Βιβλιογραφία
Βιβλία
George Dalidakis and Peter Trudgill, SFAKIA, Μύστις, Β΄
έκδοση 2016
Κάββος Γεώργιος,
«Γερμανο-Ιταλική κατοχή
και Αντίσταση Κρήτης
1941-1945», Ηράκλειο 1991
Καλλονάς Στυλιανός, «Η
από αέρος εισβολή
εις Κρήτην», Αθήνα
1957
Καλοχριστιανάκης Ζαχαρίας, «Ο Πύργος και οι τρεις Εκκλησιές στον πόλεμο
του 1940», Ταξιδευτής, Αθήνα 2014
Μουρέλλος Ιωάννης, «Η μάχη της Κρήτης, μέρος 2ον, Η
Αντίστασις», Β΄ έκδοσις, Ηράκλειο 1950
Παπαδόπετρος Ιωσήφ, «Όσα δε σβήνει ο χρόνος», Ρέθυμνο 1963
Πολιουδάκης Μάρκος,
«Η Εθνική Αντίσταση
κατά τη Γερμανοϊταλική Κατοχή
στην Κρήτη, 1
Ιουνίου 1941 ως 30 Ιουνίου
1945», Ρέθυμνο 2002
Στίουαρτ Ι. Γ.,
«Η μάχη
της Κρήτης, τόμοι
Α΄ και Β΄», Οργανισμός
Πολεμικών Εκδόσεων, Αθήνα,
1966
Ταχατάκη Ειρήνη-Καλογεράκης Γεώργιος,
«Νύχτα Πήχτρα- απομνημονεύματα Μιχάλη
Ακουμιανάκη», Ηράκλειο 2010
Χαρτ Λίντελλ, «Ιστορία
του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου», τόμος Α΄, 7ο
ΕΓ/ΓΕΣ, Αθήνα 1998
Αρχεία
·
Γ.Α.Κ. Ιστορικό
Αρχείο Κρήτης- Χανιά,
Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής
Διοικήσεως Κρήτης
·
Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου (Β.Δ.Β.Η.)
Αρχείο
Ιωάννου Μουρέλλου
·
Φωτογραφικό
αρχείο Άγγελου Ρουκουνάκη
·
Φωτογραφικό
αρχείο Γεωργίου Α. Καλογεράκη
Προφορικές διηγήσεις
α. Παγώνα Ξηρουχάκη
– Δουρουντάκη, Ίμπρος
β. Δαμουλής
Περράκης, Χώρα Σφακίων
γ. Αικατερίνη
Περράκη – Δουρουντάκη, Χώρα Σφακίων
δ. Γεώργιος
Φασουλάκης, Ανώπολη
ε. Άγγελος
Ρουκουνάκης, Αθήνα
[1] …συνάμα δυο Άγγλοι, ξαπλωμένοι στο εκκλησάκι του Αι Γιώργη, είναι βαριά
άρρωστοι και δυο συμπατριώτες τους γιατροί, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν, ξενυχτούν
προσπαθώντας να τους γλιτώσουν από το θάνατο. Ειδοποιούν το γιατρό Νίκο Ρουκουνάκη στο Χάρακα να τους στείλει
ότι μπορεί σε φάρμακα και χειρουργικά εργαλεία. Ο πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις
πρόθυμος γιατρός έστειλε, όχι μόνο το απαραίτητο ιατρικό υλικό, το οποίο αποδείχτηκε
σωτήριο για τους ασθενείς, αλλά και μια τσάντα με τρόφιμα για τους Άγγλους
συναδέλφους του.
Ο γιατρός Νίκος
Ρουκουνάκης προσέφερε εθνική υπηρεσία, όχι μόνο ως γιατρός, αλλά υπήρξε σημαντικό
στέλεχος της περιοχής για την προστασία, διατροφή και ασφαλή φυγάδευση των συμμάχων.
Για τη δράση του συνελήφθη από τους γερμανούς και βασανίστηκε στις φυλακές του
Ηρακλείου, χωρίς να ομολογήσει, αν και γνώριζε πολλά, κι έτσι διαφύλαξε πολλούς
προκρίτους της περιοχής μας από τη σύλληψη και την εκτέλεση…
Καλοχριστιανάκης Ζαχαρίας, «Ο Πύργος και οι τρεις Εκκλησιές στον πόλεμο
του 1940», σελ. 110.
…επίσης προσέφεραν πολλά στην αντίσταση οι γιατροί Παπαδάκης από το Ασήμι
και Ρουκουνάκης από το Χάρακα, που στο τέλος έγιναν αντιληπτοί απ’τους
γερμανούς και πιάστηκαν…
Μουρέλλος Ιωάννης, «Η μάχη της Κρήτης, μέρος 2ον, η
Αντίστασις», σελ. 592.
[2] Δημοτολόγιο Κοινότητας
Χάρακα Μονοφατσίου.
[3] Β.Δ.Β.Η., Αρχείο Ιωάννη
Μουρέλλου, Φακ. 23, αριθ. 98. Κατάστασις 4/ταξίου Δημοτικού Σχολείου Χάρακα
εμφαίνουσα του εκ της Κοινότητας Χάρακα
α) Νεκρούς Αλβανίας
β) Αναπήρους Αλβανίας
γ) Νεκρούς Μάχης Κρήτης από 20-30 Μαΐου 1941
δ) Αναπήρους Μάχης της Κρήτης
ε) Γερμανο-ιταλικής κατοχής και εκτελεσθέντας,
θανόντας, πνιγέντας
Χάρακας 31 Μαΐου 1946, ο Διευθυντής του Σχολείου,
Βελεγράκης
[4] Ο Στρατηγός Αντρέ ήταν εκείνος που ευθύνεται
για το έγκλημα της εκτέλεσης των πατριωτών στη Χώρα Σφακίων, μεταξύ των οποίων
ο Άγγελος Νικολάου Ρουκουνάκης.
[5] Σήμερα αυτή η σπηλιά δεν
υπάρχει, λόγω της διάβρωσης και των ανθρώπινων παρεμβάσεων.
[6] …αυτά τα αυτοκίνητα μας έσωσαν
την Κατοχή. Επηγαίναμε και παίρναμε ρούχα στρατιωτικά, κουβέρτες, τρόφιμα,
κονσέρβες, ότι βρίσκαμε. Ακόμη και τα λάστιχα των αυτοκινήτων εβγάναμε και τα
βάναμε στα στιβάνια. Οι μεγάλοι επαίρνανε τα όπλα. Και γέμισε ο Καλλικράτης και
τ’Ασφένδου όπλα. Κάθε σπίτι είχε όπλα
των Εγγλέζων…
(Χατζηδάκης Ιωάννης του
Αλέξανδρου, Ασφένδου, 27 Αυγούστου 2015, ετών 87)
[7] Ιωσήφ Ανδρέα Παπαδόπετρος,
«Όσα δε σβήνει ο χρόνος», Χανιά 1963, σελ. 40
Από μαρτυρίες των κατοίκων, το οίκημα επισκευάστηκε,
και συνέχιζε να στεγάζει το Ταχυδρομικό Γραφείο.
[8] Ιωσήφ Ανδρέα Παπαδόπετρος,
ό.π. σελ.41
[9] …εβλέπαμε τσι κοιμητές τους,
εξέραμε που είναι ο καθείς τους και αρχίσαμε να τους πηγαίνομε φαγητό, νερό και
ότι ζητούσανε. Έπρεπε να τσι προφυλάξομε. Επολεμήσανε τσι γερμανούς και έπρεπε
να σωθούνε. Επεριμένανε κι άλλα πλοία. Γιατί οι Εγγλέζοι δεν επήρανε τσι
Αυστραλούς και τσι Νεοζηλανδούς. Επήρανε μόνο τσι δικούς τους…
(Γεώργιος Φασουλάκης,
Ανώπολη Σφακίων, 28 Ιουνίου 2016, ετών 94)
[10] Ιωσήφ Ανδρέα
Παπαδόπετρος, ό.π. σελ. 42
[11] Ιωσήφ Ανδρέα
Παπαδόπετρος, ό.π. σελ.44
[12] Φονευθέντες εις
Σφακιά κατά το Α΄ δεκαήμερον του
Σεπτεμβρίου 1941
Ο Πολέντας ετουφεκίσθη εις Χανιά, καθώς και ο
Τσιτσιρίδης
Ο Άγγελος Ρουκουνάκης ήτο προϊστάμενος του
Ταχυδρομείου εις Χώραν Σφακίων
Οι τουφεκισθέντες
εξετελέσθησαν προ γκρεμού όπου εβαραθρώθησαν και κατόπιν δια δυναμιτών
ανετινάχθη το χείλος του βαράθρου και ούτω ετάφησαν.
(Αρχείο
Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, Φ 1ος, υποφ. 3ος, δεσμίς α, αριθμ. 79,
Γενικά Αρχεία Κρήτης Χανιά, χωρίς ημερομηνία)
[13] Ιωσήφ Ανδρέα
Παπαδόπετρου, ό.π. σελ. 46-47
[14] Ιωσήφ Ανδρέα
Παπαδόπετρου, ό.π. σελ. 47
[15] ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ 26 Σφακιανών
Την 21 Οκτωβρίου
ημέραν Κυριακήν και ώραν 10 π.μ. η Κοινότης Χώρας Σφακίων τελεί εις τον ιερόν
ναόν της κωμοπόλεως μνημόσυνον υπέρ των 26 εκτελεσθέντων υπό των Γερμανών μελών
της και παρακαλεί τους τιμώντας την μνήμην των όπως τιμήσωσι τούτο δια της
παρουσίας των.
Χώρα Σφακίων τη
8 Οκτωβρίου 1945
Ο Πρόεδρος της
Κοινότητος
ΝΙΚ. ΔΟΥΡΟΥΝΤΟΥΣ
(εφημερίδα ΒΗΜΑ Χανίων, 9 Οκτωβρίου 1945)
[16] Αικατερίνη Περράκη-Δουρουντάκη, Χώρα Σφακίων, 21 Αυγούστου 2015, ετών
79, κόρη
του εκτελεσμένου Γεωργίου Ν. Δουρουντάκη.
[18] …George Douroundakis,
a shepherd from Chora Sfakian who had earlier given shelter to two British
soldiers up in mountains, was unwittingly if foolishly betrayed by them when,
after they had been captured and brought down to the village. They greeted him
like an old friend. He was imprisoned with the others and taken to the hill to
be shot. An immensely strong man, he managed to break the ropes which bound him
and run away, but he was cut down by machine gun fire. To prevent any of the
other men from attempting to escape execution, a young local boy, Giannis Tzardis, was forced to row two
armed German soldiers out into the bay
below the hill to cut off any escape route. He had to witness the victims first
being shot by the firing squad then being shot once more in the back of the
head. The last group of three men who were taken to be executed were made to
carry cans of petrol on their backs to
the site. After all the executions were over, this petrol was poured on the bobies,
which the Germans then set alight. Then the entire population of the village,
young and old, were forced out of their houses and compelled to cover the
charred remains as best they could in the rocky terrain with their spades and
other tools…
George
Dalidakis and Peter Trudgill, SFAKIA, Μύστις 2015, σελ. 271-272
[19] Παγώνα Ξηρουχάκη-Δουρουντάκη,
Ίμπρος, 30 Ιουνίου 2016, ετών 87, κόρη του
εκτελεσμένου Γεωργίου Δουρουντάκη.
[20] Γεώργιος Φασουλάκης, Ανώπολη
Σφακίων, 28 Ιουνίου 2016, ετών 94.
[21] Κατίνα Παίζη, εφημερίδα
«ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ» Χανίων, 25 Ιουλίου 1945.
[22] Παγώνα
Ξηρουχάκη-Δουρουντάκη, Ίμπρος, 30 Ιουνίου 2016 ετών 87. Το τραγούδι το άκουγε στη Χώρα
Σφακίων, μετά τις εκτελέσεις του Σεπτεμβρίου 1941.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου