Μοιάζει με αλλοπρόσαλλη, ασυνάρτητη - τουλάχιστον τέτοια είναι μία απ’ τις κατηγορίες εναντίον της. Μοιάζει ένας ερασιτεχνικός θίασος σε διαρκείς (και μάλλον αποτυχημένους) αυτοσχεδιασμούς. Αλλά αυτή η κυβέρνηση επιβεβαιώνει με τον τρόπο της την “μετα Κοσκωτά” αλήθεια του κυβερνάν στην Eλλάδα. Και σ’ ένα τουλάχιστον σημείο, το θέατρό της έχει γίνει πειστικό: ότι τάχα, λόγω έκτακτων συνθηκών, έχει δώσει τα κλειδιά σε άλλους.
Η ιστορία με τον υπερτροφισμό του δημόσιου τομέα είναι παλιά. Παλιότερη ωστόσο είναι η παραδοχή ότι σε καπιταλιστικούς σχηματισμούς σαν τον ελληνικό (που δεν είναι η μοναδική περίπτωση του πλανήτη) το κράτος λειτουργώντας σαν εργοδότης είναι υποχρεωμένο να δρα και σαν ο εργοδότης “ύστατη λύση”. Αυτό η έκφραση σημαίνει ότι για περισσότερους του ενός λόγους ο περιβόητος “ιδιωτικός τομέας” δεν μπορεί να απορροφήσει (με το χαμηλό κόστος που θα τον βόλευε) το μεγαλύτερο μέρος της διάθεσιμης εντόπιας εργασίας· και αυτή την αδυναμία την καλύπτει το κράτος, για να μην φτάνει η ανεργία σε τέτοια μεγέθη που θα προκαλούσε κοινωνικές εκρήξεις και αστάθεια διοίκησης.
Είναι γνωστό ακόμα (είναι;) ότι η θέσμιση της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων πιστώνεται στον πρώτο (αναγνωρισμένο) μεταρρυθμιστή του ελληνικού κράτους / καπιταλισμού στον 20ο αιώνα, τον Βενιζέλο (τον “μεγάλο”, για να μην γίνεται μπέρδεμα με άλλους συνώνυμους, “μικρούς”). Με την αναθεώρηση του συντάγματος (του 1864) που έγινε το 1911. Η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων σκόπευε σε πολύ σοβαρότερους στόχους απ’ το να χαϊδέψει τ’ αυτιά τους - εξάλλου μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο μεγάλος και τι είδους ήταν ο δημόσιος τομέας το 1911. Η μονιμότητα λοιπόν σκόπευε να απαλλάξει την δημόσια διοίκηση - δηλαδή την κρατική εξουσία και τις λειτουργίες της - απ’ τις κομματικές εναλλαγές των διαδοχικών κυβερνήσεων. Γιατί ως τότε (αλλά και αργότερα, παρά την συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας) κάθε κόμμα που κέρδιζε τις εκλογές φρόντιζε να διώξει / απολύσει τους δημόσιους υπαλλήλους που ήταν ψηφόφοροι του εχθρού, και να διορίσει στις ίδιες θέσεις δικούς του. Και στην επόμενη κυβερνητική αλλαγή, φτου κι απ’ την αρχή. Ό,τι και να λέγεται ή να γράφεται λοιπόν, η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων ήταν ο ων ουκ άνευ όρος για την ύπαρξη κράτους στην ελλάδα με εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση. Για να το κάνουμε λιανά: η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων ήταν η εγγύηση μιας κάποιας πολιτικής δημοκρατίας.
Απ’ το τέλος της κατοχής και μετά, επιλέχτηκε απ’ τα ντόπια αφεντικά και τους κοινωνικούς συμμάχους / λακέδες τους ένας διαφορετικός δρόμος. Το μονοκομματικό (ουσιαστικά) κράτος. Αφού ήταν εγγυημένη η μονοκρατορία της “δεξιάς” το ζήτημα της μονιμότητας δεν ήταν το ίδιο κομβικό. Τελικά, το σύνταγμα του 1975, ανανέωσε την μονιμότητα, στο μέτρο που η πολυκομματική δημοκρατία ήταν ξανά “ελεύθερη”.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που η εκσυγχρονιστική ματιά των “φιλελεύθερων” του Βενιζέλου ήθελε να εμποδίσει το 1911, ύστερα απ’ το τέλος “του κράτους της δεξιάς”, εβδομήντα χρόνια μετά, το 1981, πήρε μια καινούργια τροπή. Αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν δυνατόν να απολυθούν, η εξυπηρέτηση των “δικών μας παιδιών” σήμαινε όχι αντικατάσταση αλλά νέες προσλήψεις. Με συναίνεση αυτή η μέθοδος ακολουθήθηκε ... μέχρι αύριο.
Όμως θα ήταν “θεωρία συνωμοσίας” το να αποδόσει κανείς τον αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων μόνο (ή κυρίως) στην αιώνια λαιμαργία των κομμάτων εξουσίας (και των μικρότερων, φανερών ή αφανών συνεταίρων τους) να ικανοποιήσουν την ζήτηση αξιοπρεπούς εργασίας απ’ τους ψηφοφόρους τους. Οι ίδιες οι αρμοδιότητες του κράτους / δημόσιου, και άρα το εύρος, η στελέχωση και η συνθετότητα των δημόσιων υπηρεσιών, παρακολουθούσαν ήδη απ’ τον Β παγκόσμιο πόλεμο και μετά την καπιταλιστική ανάπτυξη. Η προσφορά υπηρεσιών για τα νήπια παρακολούθηε την είσοδο χιλιάδων γυναικών στην “αγορά εργασίας”... Η προσφορά υπηρεσιών ψυχικής υγείας παρακολούθησε τις κοινωνικές (κινηματικές κατ’ αρχήν) αλλαγές σε ότι αφορά την τρέλα... Η προσφορά υπηρεσιών υγείας παρακολούθησε τις αλλαγές (ορισμένες φορές ριζικές) στην κοινωνική εννόηση της υγείας και της αρρώστιας... Και ούτω καθ’ εξής: το “δημόσιο μεγάλωνε” παντού, σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, όχι επειδή τα κόμματα ήθελαν να αποκαταστήσουν τους ψηφοφόρους τους, αλλά επειδή τα αφεντικά όφειλαν (ή παρίσταναν ότι οφείλουν) να φροντίζουν με μη εμπορευματικούς τρόπους μερικές βασικές ανάγκες των υπηκόων. Που στη διάρκεια του 20ου αιώνα πολλαπλασιάστηκαν. Περισσότερα παιδιά στο σχολείο (υποχρεωτική εκπαίδευση), περισσότεροι νέοι στο πανεπιστήμιο (άνοιγμα κοινωνικών προοπτικών / ανάγκες στελέχωσης της παραγωγής και της διοίκησης), μεγαλύτερος πληθυσμός στις πόλεις, άρα μεγαλύτερες ανάγκες μετακίνησης / συγκοινωνίας, πολυπλοκότερη φορολόγηση, κρισιμότερος ρόλος της κοινωνιολογίας και της χωροταξίας, κλπ κλπ. Τελικά, για να το πούμε απλά: είτε περισσότεροι είτε λιγότεροι, είτε τεμπέληδες είτε εργατικοί, ένα είναι βέβαιο για τους δημόσιους υπαλλήλους, στην ελλάδα και παντού: δεν ήταν ποτέ οι ίδιοι που αποφάσισαν για την κατασκευή των θέσεων (εργασίας) τους.
πηγή: serajevomag
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου