Καθένας, αλήτης ή τυφλός, ανάπηρος σωματικά, γέρος, άεργος, έχαιρε μεγάλου σεβασμού κι εκτίμησης από την εκκλησία μια που εξασφάλιζε την θεϊκή εύνοια, πάντα σύμφωνα με την Προτεσταντική και Καλβινιστική ηθική.
Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί ότι αυτή η κοινωνιστική κατάσταση απεικονίστηκε στη ζωγραφική του Ιερώνυμου Μπος, του Μπρύγκελ και άλλων πολλών δευτερεύουσας σημασίας ζωγράφων των Κάτω Χωρών, εκείνων των αιώνων. Δεν έχει, παρά να δει κάποιος, έργα των παραπάνω ζωγράφων για να πεισθεί, για την κυριαρχία των αλητών και του αλήτικου πνεύματος.
Είναι και βιογραφικά βεβαιωμένο ότι ο Ιερώνυμος Μπος έφυγε παιδί ακόμη από το χωριό του, το Χορτόκεμπος και, αφού περιπλανήθηκε, εντάχθηκε στη δύναμη του Τάγματος των Μοναχών της Παναγίας.
Εκεί προσέφερε τις ζωγραφικές τους επιδόσεις αντί φαγητού και ύπνου, πλουτίζοντας από τους μοναχούς και τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού τις γνώσεις του, μέχρι που παντρεύτηκε και έφυγε.
Λεωνίδα Χρηστάκη, Η ιστορία της αλητείας